εἰσβαίνω

From LSJ
Revision as of 19:53, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσβαίνω Medium diacritics: εἰσβαίνω Low diacritics: εισβαίνω Capitals: ΕΙΣΒΑΙΝΩ
Transliteration A: eisbaínō Transliteration B: eisbainō Transliteration C: eisvaino Beta Code: ei)sbai/nw

English (LSJ)

   A go on board a ship, mostly abs., embark, Od.9.103, Th.7.13, etc. ; ἐς [πεντηκόντερον] Hdt.3.41 : c. acc., σκάφος E.Tr.686.    2 generally, enter, πρὸς κόρης νυμφεῖον εἰ. S.Ant.1205 ; δόμους E.Med. 380 ; εἰ. κακά come into miseries, S.OC997 ; ἄτης ἄβυσσον πέλαγος A. Supp.470 ; reversely, ἐμοὶ γὰρ οἶκτος.. εἰσέβη S.Tr.298 ; κἀμὲ γὰρ τὸ δυσχερὲς τοῦτ' εἰσβέβηκεν E.Hyps.Fr.5(3).20.    3 come in, be imported, εἰσέβαινον ἰσχάδες Alex.117.    4 project into, PTeb.86.24 (ii B.C.), etc.    II causal in aor. 1, make to go into, put into, ἐς δ' ἑκατόμβην βῆσε θεῷ (sc. ἐς νῆα) Il.1.310, cf. E.Alc.1055 (lyr.), Ba. 466 ; ληΐδα A.R.2.167.

German (Pape)

[Seite 741] (s. βαίνω), hineingehen; Il. 12, 59; ins Schiff einsteigen, sich einschiffen; Od. 9, 103; Thuc. 1, 143, öfter, wie Xen. Hell. 1, 6, 25; ἐς ναῦν Her. 3, 41; σκάφος Eur. Tro. 681; πρὸς λιθόστρωτον κόρης νυμφεῖον, ins steinerne Brautgemach zur Jungfrau, Soph. Ant. 1190; τοιαῦτα καὐτὸς εἰσέβην κακά, wie subire, O. C. 1001, wie ἄτης ἄβυσσον Aesch. Suppl. 466; εἰσβαίνει μοι οἶκτος, mich kommt an, ergreift Mitleid, Soph. Trach. 297. – Aor. I. trans., hineinbringen, -führen; τινά, Eur. Bacch. 466 Alc. 1055; in tmesi auch Hom., ἐς δ' ἑκατόμβην βῆσε Il. 1, 310; ληΐδα τ' εἰσβήσαντες Ap. Rh. 2, 167.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσβαίνω: μέλλ. -βήσομαι, ἐμβαίνω, εἰσέρχομαι εἰς πλοῖον, κατὰ τὸ πλεῖστον ἀπολ., οἱ δ’ αἶψ εἴσβαινον καὶ ἐπὶ κληῖσι καθῖζον Ὀδ. Ι. 103, κτλ.· ὡσαύτως, ἐσβ. ἐς ναῦν Ἡρόδ. 3. 41· καὶ μετ’ αἰτ., εἰσβ. σκάφος Εὐρ. Τρῳ. 681 (πρβλ. ἐμβαίνω). 2) καθόλου, ἐμβαίνω, εἰσέρχομαι, πρὸς λιθόστρωτον κόρης νυμφεῖον Ἅιδου κοῖλον εἰσβ. Σοφ. Ἀντ. 1205· δόμους Εὐρ. Μήδ. 41, 380, κ. ἀλλ.· τοιαῦτα μέντοι καὐτὸς εἰσέβην κακά, εἰς τοιαῦτα καὶ ἐγὼ ὑπέπεσον κακά, Σοφ. Ο. Κ. 997· ἄτης ἄβυσσον πέλαγος Αἰσχύλ. Ἱκ. 470· καὶ τἀνάπαλιν, ἐμοὶ γὰρ οἶκτος … εἰσέβη Σοφ. Τρ. 298. 3) ἐπὶ ἐμπορευμάτων, εἰσάγομαι ἔξωθεν, εἰσέβαινον ἰσχᾴδες Ἄλεξις ἐν «Κυβερνήτῃ» 2. ΙΙ. Μεταβατ. ἐν τῷ ἀορ. α΄ -έβησα, ἐνεβίβασα, ἐς δ’ ἑκατόμβην βῆσε θεῷ (ἐνν. ἐς νῆα) Ἰλ. Α. 310· πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 1055, Βάκχ. 466.

French (Bailly abrégé)

entrer dans : ἐσβ. ἐς νῆα HDT ou ἐσβ. σκάφος HDT monter sur un navire ; abs. s’embarquer ; fig. ἐσβ. ἄτης πέλαγος ESCHL, κακά SOPH être plongé dans un abîme d’infortune, dans le malheur ; avec le dat. : ἐμοὶ οἶκτος εἰσέβη SOPH la pitié est entrée dans mon âme.
Étymologie: εἰς, βαίνω.