δύσνομος
From LSJ
οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ον,
A lawless, unrighteous, AP6.316 (Nicodem.).
German (Pape)
[Seite 684] gesetzwidrig, δείπνων λείψανα Nicod. 3 (VI, 316).
Greek (Liddell-Scott)
δύσνομος: -ον, ἄνομος, παράνομος, ἄδικος, Ἀνθ. Π. 6. 316.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
contraire aux lois, illégal.
Étymologie: δυσ-, νόμος.