εἰσφρέω

From LSJ
Revision as of 19:53, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσφρέω Medium diacritics: εἰσφρέω Low diacritics: εισφρέω Capitals: ΕΙΣΦΡΕΩ
Transliteration A: eisphréō Transliteration B: eisphreō Transliteration C: eisfreo Beta Code: ei)sfre/w

English (LSJ)

impf.

   A εἰσέφρουν D.20.53 : fut. -φρήσω Ar.V.892, -φρήσομαι (in same sense) D.8.15 : aor. I -έφρησα Plb.21.27.7, PLips.39.11 (iv A.D.) : impf. Med. εἰσεφρούμην E.Tr.652 ; cf. εἰσπίφρημι:— let in, admit, Ar. l.c. ; στράτευμα D.20.53 :—Med., bring in with one, E. l.c. ; also εἰσφρήσασθαι· καυχήσασθαι, μετὰ σπουδῆς εἰσενεγκεῖν, Hsch.    2 swallow, Arist.Mir.831b11.    II intr, let oneself in, enter, Plb. l.c., Alciphr.3.53, Jul.Caes.315a.

German (Pape)

[Seite 747] (mit εἰσφέρω verwandt? B. A. 244 erkl. εἰσφρήσειν = εἰσφορήσειν καὶ εἰσδέξασθαι), hinein-, zulassen; εἰσφρήσω Ar. Vesp. 892; εἰσέφρουν τὸ στράτευμα Dem. 20, 53; aber εἰσέφρησαν εἰς τὴν πόλιν Pol. 22, 10, 7 ist intr., hineingehen, wie Alciphr. 3, 53. – Med., zu sich einlassen, εἴσω μελάθρων κομψὰ ἔπη οὐκ εἰσεφρούμην Eur. Tr. 647; εἰσφρήσεσθαι Dem. 8, 15. Nach den Gramm. im imperat. εἴσφρες.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσφρέω: (πρβλ. ἐπεισφρέω), παρατ. εἰσέφρουν Δημ. 473. 6· μέλλ. -φρήσω Ἀριστοφ. Σφ. 892, -έφρησα Πολύβ. 22. 10, 7· μέσ. παρατ. εἰσεφρούμην Εὐρ. Τρῳ. 647. Ἀφίνω τι νὰ εἰσέλθῃ παραδέχομαι, Λατ. admittere, Ἀριστοφ. καὶ Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Μέσ., εἰσάγω μετ’ ἐμοῦ, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) ἐμφοροῦμαι, κατεσθίω, περὶ τῶν πελεκάνων, Ἀριστ. Θαυμ. 14. ΙΙ. ἀμεταβ., παρεισφρέω, εἰσέρχομαι, Πολύβ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀλκίφρ. 3. 53. (Τὸ φρέω, πιθαν. συγγενὲς τῷ φέρω, εὕρηται μόνον ἐν συνθέτοις μετὰ τῶν προθέσεων δια-, εἰς-, ἐπεις-, ἐκ-).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. εἰσέφρουν, f. εἰσφρήσω, ao. εἰσέφρησα, pf. inus.
introduire;
Moy. εἰσφρέομαι (impf. εἰσεφρούμην) introduire pour soi.
Étymologie: εἰς, φρέω.