φρέω

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρέω Medium diacritics: φρέω Low diacritics: φρέω Capitals: ΦΡΕΩ
Transliteration A: phréō Transliteration B: phreō Transliteration C: freo Beta Code: fre/w

English (LSJ)

only in compounds διαφρέω, εἰσφρέω, ἐκφρέω, ἐπεισφρέω, qq.v., exc. aor. imperat. φρές (as if from *φρῆμι) Com.Adesp.489.

German (Pape)

[Seite 1305] fut. φρήσω, imperat. φρές, wie von φρῆμι, nach E. M. vielleicht aus φέρω entstanden, kommt nur in den Zusammensetzungen διαφρέω, εἰσφρέω u. ἐκφρέω vor, die man nachsehe.)

Greek (Liddell-Scott)

φρέω: μέλλ. φρήσω, κατὰ τὴν σημασίαν συγγενὲς τοῦ ἄγω καὶ ἵημι, ἀλλὰ κατὰ τὴν μορφὴν συγγενὲς τῷ φέρω· ἀπαντᾷ δὲ μόνον ἐν τοῖς συνθέτοις διαφρέω, ἐκφρέω, εἰσφρέω, ἐπεισφρέω, ἃ ἴδε, ― πλὴν ὅτι τύπος τις προστ. ἀορ. φρὲς (ὡς εἰ ἐξ ἐνεστ. φρῆμι) ἀπαντᾷ ἐν Κωμικ. Ἀνωνύμ. 188, πρβλ. Ἐτυμολ. Μέγ. 740. 12. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 500.

Greek Monolingual

Α
(μόνον σύνθ. με τις προθέσεις εἰς, ἐκ, διά) άγω, οδηγώ, φέρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πίφρημι].

Greek Monotonic

φρέω: μέλ. φρήσω, συγγενές προς το φέρω, αλλά απαντά μόνο στα σύνθετα διαφρέω, ἐκφρέω, εἰσφρέω, ἐπεισφρέω.

Middle Liddell

akin to φέρω found only in the compounds διαφρέω, ἐκφρέω, εἰσφρέω, ἐπεισφρέω.]

Frisk Etymology German

φρέω: {phréō}
See also: s. πίφρημι.
Page 2,1041

Mantoulidis Etymological

-ῶ Στή σημασία εἶναι συγγενικό μέ τά ἄγω καί ἵημι, ἀλλά στή μορφή μέ τό φέρω, καί συναντιέται μόνο σύνθετο: διαφρέω, ἐκφρέω, εἰσφρέω, ἐπεισφρέω. (Το νεοελλ. παρεισφρῶ ἀόρ. παρεισέφρησα = μπαίνω κρυφά). Σημαίνει: εἰσάγω, εἰσέρχομαι. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἐπείσφρησις (=εἰσαγωγή), ἐπεισφρητέον, παρείσφρησις (=λαθραία εἰσαγωγή).