ἀναλογίζομαι
Μετὰ τὴν δόσιν τάχιστα γηράσκει χάρις → Post munera cito consenescit gratia → Gleich nach der Gabe altert äußerst schnell der Dank
English (LSJ)
A reckon up, sum up, τὰ ὡμολογημένα Pl.Prt.332d, cf. R.330e: abs., ἐκ τῶν προειρημένων ἀ. ib.524d; τὰ δεινά X.Mem.2.1.4, cf. Ep.Heb.12.3; τὰ γεγονότα καὶ τὰ παρόντα πρὸς τὰ μέλλοντα ἀ. calculate the past and the present in comparison with the future, Pl.Tht.186a; ἀ. τι πρός τι Arist.Pol. 1320b20; ἐκ τούτων ἀ. make calculations from... Id.Cael.293a33; infer, Epicur.Nat.14.4, Phld.D.1.13, Diog.Oen.Fr.38. 2 calculate, consider, Th.5.7, Lys.14.47. 3 foll. by a Conjunction, ἀ. ὡς . . calculate or reflect that, Th.8.83, X.HG2.4.23, etc.; take into account, Phld.Herc.1251.5. 4 recapitulate, Hyp.Phil.4.
German (Pape)
[Seite 196] med., bei sich überrechnen, zusammenrechnen, zusammenfassen, τὰ ὡμολογημένα, Plat. Prot. 332 d; τοὺς τόκους, die Zinsen, κατ' ὄνομα, namentlich aufzählen, Strato bei Ath. IX, 882 c; überlegen, erwägen, neben σκοπεῖν, Plat. Crat. 899 c; Thuc. 5, 7; ὅτι, 8, 83; ἀναλογιζομένη ἐν ἑαυτῇ τὰ γεγονότα πρὸς τὰ μέλλοντα, die Vergangenheit mit der Zukunft zusammenhalten, um ihr Verhältniß zu einander zu beurtheilen, Plat. Theaet. 186 a; ähnl. bei Sp. – Xen. Mem. 2, 1, 4 von Rebhühnern, τὰ δεινὰ ἀναλ., die Gefahr bemerken.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναλογίζομαι: ἀποθ., λογαριάζω κατ’ ἐμαυτόν, συγκεφαλαιῶ, ἀναλογίζομαι, τὰ ὡμολογημένα Πλάτ. Πρωτ. 332C, πρβλ. Πολ. 474D· τὰ δεινὰ Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 4· τὰ γεγονότα καὶ τὰ παρόντα πρὸς τὰ μέλλοντα ἀναλ., ὑπολογίζω τὰ παρόντα ἐν συγκρίσει πρὸς τὰ μέλλοντα, Πλάτ. Θεαίτ. 186Α· ἀναλ. τι πρός τι Ἀριστ. Πολιτ. 6. 6, 1· ἐκ τούτων ἀναλ. = ὑπολογίζω ἐκ τούτων, ὁ αὐτ. Οὐρ. 2. 13, 3. 2) ὑπολογίζω, ἐξετάζω, θεωρῶ τι, Θουκ. 5. 7, Λυσ. 144. 10. 3) ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον παρακολουθεῖται ὑπὸ συνδέσμου, ἀναλ. ὡς .. ὅτι .., ἀναλογίζομαι, σκέπτομαι, ἐνθυμοῦμαι ὅτι .., Θουκ. 8. 83, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 23, κτλ.
French (Bailly abrégé)
impf. ἀνελογιζόμην, f. ἀναλογιοῦμαι, ao. ἀνελογισάμην, pf. inus.
1 raisonner ou conjecturer par analogie;
2 p. ext. calculer, conjecturer.
Étymologie: ἀνάλογος.