ἀνδρόγυνος

From LSJ
Revision as of 19:42, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδρόγῠνος Medium diacritics: ἀνδρόγυνος Low diacritics: ανδρόγυνος Capitals: ΑΝΔΡΟΓΥΝΟΣ
Transliteration A: andrógynos Transliteration B: androgynos Transliteration C: androgynos Beta Code: a)ndro/gunos

English (LSJ)

ὁ,

   A man-woman, hermaphrodite, Pl.Smp.189e.    2 womanish man, effeminate person, Hp.Vict.1.28, Hdt.4.67, Aeschin.2.127, Plu.2.219f, cf. LXXPr.18.8; ἀνδρογύνων ἄθυρμα Eup.3D.    3 = pathicus, cinaedus, AP6.254 (Myrin.), cf. Lib.Decl.12.42.    b of women, Sapphic, ἀ. ἔρωτες Luc. Am.28, cf. Artem.2.12.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρόγῠνος: ὁ, ἀνήρ ἅμα καὶ γυνή, ὁ ἄρρην ἅμα καὶ θῆλυς, ἀνδρόγυνον γὰρ ἓν τότε μὲν ἦν καὶ εἶδος καὶ ὄνομα ἐξ ἀμφοτέρων κοινὸν τοῦ τε ἄρρενος καὶ θήλεος, νῦν δ’ οὐκ ἔστιν ἀλλ’ ἢ ἐν ὀνείδει ὄνομα κείμενον Πλάτ. Συμπ. 189Ε: ὡσαύτως γύνανδρος, Ἑρμαφρόδιτος. 2) γυναικώδης ἄνθρωπος, ἐκτεθηλυμμένος, θηλυπρεπής, ἐκνενευρισμένος, Ἡρόδ. 4. 67, Κωμ. Ἀνων. 250. Πλούτ. 2. 219F: ὡσαύτως ἡμίανδρος, ἡμιγύναιξ. 3) παθικός, pathicus, κίναιδος, Κωμ. Ἀνων. 335b, Ἀνθ. Π. 6. 254. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., κοινὸς εἴς τε τοὺς ἄνδρας καὶ τὰς γυναῖκας, λουτρὰ ἀνδρ., λουτρὰ ἐν χρήσει παρ’ ἀμφοτέρων συγχρόνως τῶν γενῶν, αὐτόθι 9. 783. ΙΙΙ. ἀνδρόγυνον, τό, ἐν τῇ Βυζαν. νομοθεσίᾳ, ὁ ἀνὴρ καὶ ἡ σύζυγος αὐτοῦ, τὸ συζυγικὸν ζεῦγος, ὡς παρ’ ἡμῖν· καὶ ἀνδρογυνο-χωριστής, ὁ διαχωρίζων τὸν ἄνδρα ἀπὸ τῆς γυναικός, Νομοκάνων Cotel. 219, Δουκάγγ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 hermaphrodite;
2 homme efféminé.
Étymologie: ἀνήρ, γυνή.