ἀντιστροφή
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
English (LSJ)
ἡ,
A a turning about: I in choruses and dances, strophic correspondence, D.H.Comp.25; in later writers, = ἀντίστροφος, ἡ (q.v.), Sch.Ar.Nu.595,al. II Rhet., repetition of closing words in successive members, Phld.Rh.1.195 S., Hermog.Id.1.12, cf, 2.1, Eust.945.60; ἀ. τὸ ἐναντίον τῆς ἐπαναφορᾶς Alex.Fig.2.4. 2 inversion, of construction, e.g. ἠχῶν ἔπεσα for πεσὼν ἤχησα Phoeb. Fig.1.5. 3 Gramm., inversion of letters (e.g. ἀκήν, ἦκα), EM 424.8. III inversion, κατὰ τὴν ἀ. τῆς ἀναλογίας in inverse ratio, Arist.Ph.266b18:—in Logic, conversion of terms of a proposition, Id.APr.25a40; ἀ. δέχεσθαι to be convertible, ib.50b32. b Math., τῶν θεωρημάτων ἡ ἀ. Procl.in Euc.p.251 F., cf. Apollon.Perg.Con.2.49; ἀ. προηγουμένη complete conversion, Procl.in Euc.p.253F.; ἀ. ἀξιωμάτων Stoic.2.64; generally, κατ' -φήν conversely, Metrod.Herc. 831.14. 2 retortion of an argument, Arist.APr.61a22. 3 change of a proposition into its opposite, ib.38a3,39a28.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιστροφή: ἡ, τὸ ἀντιστρέφεσθαι: Ι. ἐν χορῳδίαις καὶ χοροῖς, ἡ ἀντιστροφή, ἤτοι ἐπιστροφὴ τοῦ χοροῦ ἀκριβῶς ἀνταποκρινομένη πρὸς τὴν στροφήν, ἥτις προηγήθη, μετὰ τῆς διαφορᾶς ὅτι ἐν ταύτῃ οἱ χορεύοντες ἐκινοῦντο ἐξ ἀριστερῶν πρὸς δεξιά, ἀντὶ νὰ κινῶνται ἐκ δεξιῶν πρὸς ἀριστερά: ἐντεῦθεν καὶ τὸ ὄνομα τὸ διδόμενον εἰς τοὺς στίχους τοὺς ἀντιστοιχοῦντας εἰς τὴν στροφήν, ὡς παρὰ Πινδάρῳ καὶ Τραγικοῖς· πρβλ. Διόν. Ἁλ. π. Συνθ. 19, κ. ἀλλ. Ἴδε καὶ τὴν λέξ. ἀντιστροφικά. ΙΙ. σχῆμα ῥητορικὸν κατὰ τὸ ὁποῖον δύο κῶλα τελευτῶσι μὲ τὰς αὐτὰς λέξεις, π. χ. «ἂν μὲν γὰρ ὅσα ἄν τις λάβῃ καὶ σώσῃ μεγάλην ἔχῃ τῇ τύχῃ τὴν χάριν· ἂν δὲ ἀναλώσας λάθῃ, συνανάλωσε καὶ τὸ μεμνῆσθαι τῇ τύχῃ τὴν χάριν» Ἑρμογ. 1, σ. 177. ΙΙΙ. ἀλλαγή, κατὰ τὴν ἀντ. τῆς ἀναλογίας Ἀριστ. Φυσ. 8. 10, 7: ― Ἐν τῇ λογικῇ ἡ ἀντιστροφὴ τῶν ὅρων τῆς προτάσεως, ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Πρ. 1, 3, 3· ἀντιστροφὴν δέχεσθαι, ἐπιδέχεσθαι, αὐτόθι 1. 45, 4. Ἴδε ἀντιστρέφω ΙΙΙ. ΙV. ἐν τῇ γραμμ., σύνταξις ἀνεστραμμένη, ὡς ἔκαμε τεύχων, ληρεῖς ἔχων, ἀντὶ ἔτευξε καμών, ἔχεις ληρῶν: ὡσαύτως, ἀντίστροφος θέσις τῶν γραμμάτων ἔν τινι λέξει, ἴδε Ἐτυμ. Μ. 424. 8.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 action de se retourner ; antistrophe, (dans les chœurs antiques) partie du chant correspondant à la strophe, et que le chœur chantait en retournant à la place d’où il était parti pour chanter la strophe;
2 action de rétorquer un argument;
3 renversement, transposition des termes d’une proposition ARSTT;
4 t. de gramm. inversion.
Étymologie: ἀντιστρέφω.