ἄξυλος

From LSJ
Revision as of 15:24, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand

Menander, Monostichoi, 403
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄξῠλος Medium diacritics: ἄξυλος Low diacritics: άξυλος Capitals: ΑΞΥΛΟΣ
Transliteration A: áxylos Transliteration B: axylos Transliteration C: aksylos Beta Code: a)/culos

English (LSJ)

ον,

   A with no timber cut from it, ἄξυλος ὕλη an unthinned, i.e. thick, wood, Il.11.155 (ἀφ' ἧς οὐδεὶς ἐξυλίσατο Sch. Ven.ad loc.), wrongly expl. (as if ἀ- intens.) thick with trees, Corn.ND13.    II without wood, Hdt.4.61,185, AP9.89 (Phil.); also, without a load of wood, Luc.Asin.32.    III free from woody matter, of galbanum, Dsc.3.83, Damocr. ap. Gal.13.916.

German (Pape)

[Seite 271] (ξύλον), 1) Hom. Iliad. 11, 155 ὡς δ' ὅτε πῦρ ἀίδηλον ἐν ἀξύλῳ ἐμπέσῃ ὕλῃ, nach Aristarch ἀφ' ἧς οὐδεὶς ἐξυλίσατο, also nicht geholzt, nicht ausgehauen, holzreich, s. Scholl. Aristonic., wo auch andere Erkl. beachtet sind, vgl. Apoll. lex. Hom. 37, 6. – 2) holzarm, χώρη Her. 4, 185 u. Folgde; ohne Holz, ἄξυλον πυρκαίην ἐκ σταχύων νῆσον Philipp. 80 (IX, 89).

Greek (Liddell-Scott)

ἄξῠλος: -ον, ὁ ἐξ οὗ δὲν ἐκόπησαν ξύλα, Λατ. incaeduus, ἄξυλος ὕλη, μὴ ἀραιωθεῖσα, ὃ ἐ. πυκνή, Ἰλ. Λ. 155, «ἀφ’ ἧς οὐδεὶς ἐξυλίσατο» Σχολ. Ἑνετ. ἐν τόπῳ: - Ἕτεροι ἀναφέρουσι τὴν λέξιν εἰς τὸ ἐπιτατικὸν α΄, πυκνὸν μὲ δένδρα (ξύλα), ἀλλ’ ἐσφαλμένως, ἐπειδὴ ξύλον δύναται νὰ σημάνῃ μόνον κεκομμένον τεμάχιον ξύλου, ξηρὸν ὡς τὰ πολλά, οὐχὶ δὲ ζῶν καὶ αὐξανόμενον δένδρον: καθ’ Ἡσύχ. «ἄξυλον· πολύν, ὅθεν οὐδεὶς ξυλοφορεῖ· ἢ ἱερὸν τόπον». ΙΙ. ὁ ἄνευ ξύλων, τῆς δὲ γῆς τῆς Σκυθικῆς αἰνῶς ἀξύλου ἐούσης ὧδέ σφι ἐς τὴν ἕψησιν τῶν κρεῶν ἐξεύρηται Ἡρόδ. 4. 61, 185. Ἀνθ. Π. 9. 89: ὡσαύτως, ἄνευ φορτίου ξύλων, Λουκ. Ὄνος 32.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. où l’on ne coupe pas de bois touffu;
II. sans bois :
1 non boisé (pays);
2 qui n’a pas de charge de bois.
Étymologie: ἀ, ξύλον.

English (Autenrieth)

(ξύλον): dense, ὕλη, Il. 11.155†.