ἀπολισθάνω
οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes
English (LSJ)
later ἀπολισθ-αίνω Poll.1.116, v.l. in Hp.Acut.17, Plu.Alc. 6, etc.: aor.
A ἀπώλισθον Ar.Lys.678, etc.; later ἀπωλίσθησα AP9.158:—slip off or away, Th.7.65, Arist.Pr.961a27, Plot.3.6.14: c. acc. cogn., ἐκ τέγεος πέσημα APl.c. 2 c. gen., slip away from, τινός Ar.Lys.678; τῆς μνήμης prob. in Alciphr.3.11; ἀ. τινός, also, cease to be intimate with one, τοῦ Σωκράτους Plu.l.c.; ἀ. ἔς τι Luc.Dem. Enc. 12; ἐπὶ τὴν δόξαν Iamb.Myst.9.8. b ἀ. τοῦ ρ make a slip in pronouncing ρ, Plu.2.277d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπολισθάνω: (-αίνω, εὕρηται ἐν ταῖς ἐκδόσεσι τοῦ Πλουτ. καὶ ἄλλων): μέλλ. -ολισθήσω: ἀόρ. ἀπώλισθον Ἁριστ. Λυσ. 678, κτλ.· μεταγ. ἀπωλίσθησα Ἀνθ. Π. 9. 158. Ὀλισθαίνω ἔκ τινος μέρους, «ξεγλιστρῶ», Θουκ. 7. 65, Ἀριστ. Πρβλ. 32. 11. 2) μετὰ γεν., ὀλισθαίνω ἀπό τινος, διαφεύγω, τινὸς Ἀρσιτοφ. Λυσ. 678· τῆς μνήμης Ἀλκίφρ. 3. 11· ἀπ. τινός, ὡσαύτως, παύομαι τοῦ νὰ εἶμαι στενὸς φίλος τινός, Πλουτ. Ἀλκ. 6· ἀπ. εἴς τι Λουκ. Δημ. Ἐγκ. 12.
French (Bailly abrégé)
att. c. ἀπολισθαίνω.