ἀποτιμάω
Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
English (LSJ)
A fail to honour, slight, h.Merc.35, Call.Fr.103, IG14.1389ii33. 2 Pass., to be disfranchised, Phleg.Olymp.Fr.14. II value, τὰ χρήματα, of the owner, J.AJ18.1.1:—Med., of the valuer, ibid., cf. 17.13.5; fix a price by valuation, δίμνεως ἀποτιμησάμενοι having fixed their price at two minae a head, Hdt.5.77; ἀ. πολλοῦ αἰσχροὶ εἶναι value it at a high price (i.e. to offer a great deal) that they may not be ugly, Hp.Art.37:—Pass., to be valued, πλειόνων χρημάτων Catalog. ap. D.18.106. 2 measure, μέτρον γῆς J.AJ5.1.21. III as law-term, 1 in Act., mortgage a property, D.30.28,41.7. 2 Pass., of the property, to be pledged or mortgaged, Id.30.4; τινὶ εἰς προῖκα IG12(7).57 (Amorgos), cf. ib.2.1138.
German (Pape)
[Seite 331] 1) nicht ehren, gering achten, H. h. Merc. 35; Callim. frg. 103. – 2) Med., abschätzen u. sich zahlen lassen, ἔλυσαν, διμνέως ἀποτιμησάμενοι Her. 5, 77. – 3) im att. Recht, ein Gut nach der Schätzung zum Pfande setzen; med., es sich als Pfand geben lassen, es als Pfand annehmen, vgl. Dem. 30, 4. 8, 29; der Preis steht im gen. dabei; ἀποτιμῶμαι τὴν οἰκίαν πρὸς τὰς δέκα μνᾶς, ich lasse mir das Haus als Unterpfand auf 10 Minen, eine Hypothek für 10 M. darauf geben, Dem. 41, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτῑμάω: δὲν τιμῶ, περιφρονῶ, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 35, Καλλ. Ἀποσπ. 103, Ἀνθ. Π. παράρτ. 50. 33. ΙΙ. Μέσ., ὁρίζω τὴν τιμήν τινος δι’ ἐκτιμήσεως, διατιμῶ, διμνέως ἀποτιμησάμενοι, ὁρίσαντες τὴν τιμὴν αὐτῶν εἰς δύο μνᾶς δι’ ἕκαστον, Ἡρόδ. 5. 77· ἀλλ’ οἱ ἄνθρωποι αἰσχροὶ μὲν εἶναι πολλοῦ ἀποτιμῶσι, οὐδόλως ἀρέσκονται, δίδουν κάθε τι νὰ μὴ εἶναι ἀσχημόμορφοι, Ἱππ. π. Ἄρθ. 803: - Παθ., ἐκτιμῶμαι, πλειόνων χρημάτων παρὰ Δημ. 262. 4. ΙΙΙ. ὡς Ἀττικὸς δικανικὸς ὅρος, 1) ἐν τῷ ἐνεργ. ὑποθηκεύω κτήματα, περιουσίαν κατ’ ἐκτίμησιν, δανείζομαι χρήματα ἐπὶ ὑποθήκῃ, ἢ ἐνεχύρῳ, ὁ αὐτ. 871. 19., 1930. 4. 2) ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, λαμβάνω ὡς ἐνέχυρον, δανείζω ἐπὶ ὑποθήκῃ ἢ ἐνεχύρῳ, ὁ αὐτ. 871.26. 3) ἐν τῷ παθ., ἐπὶ κτηματικῆς περιουσίας, ὑποθηκεύομαι ἢ δίδομαι ὡς ἐνέχυρον, ὁ αὐτ. 262. 4., 865. 4, Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκαι) 2264 k.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 traiter sans considération, mépriser;
2 t. de droit att. prendre hypothèque sur une propriété;
Moy. ἀποτιμάομαι-ῶμαι;
1 évaluer pour soi : δίμνεως HDT à deux mines;
2 laisser prendre hypothèque sur sa propriété.
Étymologie: ἀπό, τιμάω.