ἀστραγαλίζω
From LSJ
ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν → what we have to learn to do we learn by doing
English (LSJ)
A play with ἀστράγαλοι, Pl.Ly.206e, Alc.1.110b; ἀ. ἄρτοις Cratin.165, cf. Telecl.1.14.
German (Pape)
[Seite 376] mit ἀστραγάλοις spielen, knöcheln, Plat. Lys. 206 e; Cratin. bei Ath. VI, 267 e; τινί, mit Einem, Aristaen. 1, 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστρᾰγαλίζω: ἀστραγάλοις παίζω, παίζω τὴν παιδιὰν τῶν ἀστραγάλων ἀναρρίπτω ἀστραγάλους, Πλάτ. Λύσ. 206Ε, Ἀλκ. Ι. 110Β· κωμικῶς, οἷς δὴ βασιλεὺς Κρόνος ἦν τὸ παλαιόν, ὅτε τοῖς ἄρτοις ἠστραγάλιζον, «ἔπαιζον ἀστραγάλους μὲ ψωμιά», Κρατῖνος ἐν «Πλούτοις» 2, πρβλ. Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτύοσι» 1. 14· ἀστραγαλίζω τινί, παίζω μετά τινος ἀστραγάλους, «Ἀρισταίν. 1. 23.
French (Bailly abrégé)
impf. ἠστραγάλιζον;
jouer aux osselets.
Étymologie: ἀστράγαλος.