ἀσχολέω

From LSJ
Revision as of 19:49, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

ὥστε πλείους ἢ χιλίας ἱεροδούλους ἐκέκτητο ἑταίρας → it owned more than a thousand temple-slaves, courtesans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσχολέω Medium diacritics: ἀσχολέω Low diacritics: ασχολέω Capitals: ΑΣΧΟΛΕΩ
Transliteration A: ascholéō Transliteration B: ascholeō Transliteration C: ascholeo Beta Code: a)sxole/w

English (LSJ)

   A engage, occupy, τινά Luc.Zeux.7:—Med., impf. ἠσχολεῖτο (v. infr.): fut. -ήσομαι M.Ant.12.2, Aristid.1.423 J.; -ηθήσομαι LXX Si.39.1: pf. ἠσχόλημαι D.C.71.10: aor. ἠσχολησάμην Gal.7.657, and -ήθην D.S.4.32, Luc.Macr.8:—to be occupied, busy, Alex. 205, Men.999, Epicur.Fr.204, etc.; ἀσχολούμεθα ἵνα σχολάζωμεν Arist.EN1177b4; περί or ἐπί τι, D.S.2.40,17.94; πρός τινας Aristid. l. c., cf. 2.178J.: c. part., λαλῶν ἠσχολεῖτο Alex.261.12, etc.: c. acc. cogn., ἀ. ἀσχολίας ἀνωφελεῖς D.Chr.47.23; exercise a function, POxy.44.7,23 (i A.D.).    II Act. intr., in same sense as Med., Arist.Pol.1333a41, 1338a4, Philem.220; to be engaged in one's own business, Arist.Pol.1299b33.—Not used in the best Att.

German (Pape)

[Seite 382] beschäftigen, zu thun geben, aufhalten, τι νά Luc. Zeux. 7 u. Sp. – Pass., beschäftigt sein, absol., Arist. Eth. 10, 7; ἐκ τοῦ καιροῦ Pol. 8, 5; ἀσχοληθεὶς περί τι Luc. Macrob. 8, u. oft Plut.; ἐπί τι D. Sic. 17, 94; πρός τι Aesop.; mit partic. Alex. Ath. II, 60 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσχολέω: ἐνασχολῶ, τινὰ Λουκ. Ζεῦξ. 7: ― Παθ., παρατ. ἠσχολεῖτο, ἴδε κατωτέρ.: μέλλ. -ήσομαι, Μ. Ἀντ. 12.2, Ἀριστείδ. 1. 423: -ηθήσομαι Ἑβδ. (Σειράχ. λθ΄, 1): πρκμ. ἠσχόλημαι Δίων Κ. 71. 10· μέσ. ἀορ. ἠσχολησάμην μόνον Γαλην., -ήθην Διόδ. 4. 32, Λουκ. Μακρόβ. 8 κλ. Εἶμαι ἐνησχολημένος, ἔχω ἀσχολίας Ἄλεξ. ἐν «Πυραύνω» 5, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 415· ἀσχολούμεθα, ἵνα σχολάζωμεν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 7, 6· περὶ ἢ ἐπί τι Διόδ. 2. 40., 17. 94· μετὰ μετοχ., λαλῶν ἠσχολεῖτο Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 1. 12, κτλ.· ἀσχ. ἀσχολίας ἀνωφελεῖς Δίων Χρ. 2. 234. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. κεῖται ὡσαύτως ἀμεταβ. ὑφ’ ἣν ἔννοιαν τὸ παθ., Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 14, 14., 8. 3, 2, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 130Α· ἐνασχολοῦμαι εἰς τὰς ἰδίας μου ὑποθέσεις, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 15, 11, δὲν εἶναι ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκιμωτάτοις τῶν Ἀττ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 443.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ἀσχολήσω;
occuper, faire travailler, acc. ; Pass. être occupé, s’occuper.
Étymologie: ἄσχολος.