γενικός
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
English (LSJ)
ή, όν,
A belonging to or connected with the γένος, Arist. Top. 102a36; ἡ διαφορὰ γ. ib.101b18; generic, Chrysipp.Stoic.2.28, Phld. Sign.18,19,etc.: Comp., Stoic.2.117, Ptol.Phas.p.5 H.: Sup., Diog. Bab.Stoic.3.214, BGU282.19 (ii A. D.), etc. Adv. -κῶς M.Ant.8.55, Plot.6.1.9, Iamb. in Nic.p.22 P., etc. 2 principal, typical, ὀρχήσεις Luc.Salt.34 (Comp.), cf. 22 (Sup.). II consisting of families, φυλαί D.H.4.14, etc.; of the family, νόμος CIG3467.54 (Sardis), cf. 2712 (Mylasa). III sexual, ἁμάρτημα Hdn. 6.1.5 (dub.). IV in kind, opp. ἀργυρικός, λόγος PFlor.77.7 (iii A. D.). V Gramm., ἡ γενική (sc. πτῶσις) genitive case, Stoic.2.59, D.T.636, etc.
German (Pape)
[Seite 482] zum Geschlecht gehörig; dah. seit Arist. top. 1, 5. 7 bes. bei Sp., wie Luc. salt. 34 u. Dion. H., der Gegensatz von εἰδικός, generell; so adv. = im Allgemeinen, M. Ant. 8, 55. – Bei Dion. Hal. = die römischen gentes betreffend, z. B. 4, 14 φυλαί. – Bei Gramm. ἡ γ., sc. πτῶσις, casus genitivus.
Greek (Liddell-Scott)
γενικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς τὸ γένος, τοῦ γένους, ἀντίθ. τῷ εἰδικός, Ἀριστ. Τοπ. 1. 5, 7· ἡ διαφορὰ γ. ὁ αὐτ. 1. 4·- ἐπίρρ.–κῶς Μ. Ἀντων. 8. 55. ΙΙ. = Λατ. gentiles, Διον. Ἁλ. 4. 14, κτλ. τῆς οἰκογενείας, νόμος Συλλ. Ἐπιγρ. 3167, πρβλ. 2712. ΙΙΙ. σαρκικός, ἁμάρτημα Ἡρῳδιαν. 5. 1. IV. παρὰ γραμμ., ἡ γενικὴ (ἐνν. πτῶσις). V. παρὰ Βυζ. ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος διὰ τὸ θησαυροφυλάκιον, τὸ γ., τὸ ταμεῖον, τὸ θησαυροφυλάκιον, Δουκάγγ. Graec. Inf. Lex.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne la race;
2 t. de gramm. ἡ γενική (πτῶσις) le génitif.
Étymologie: γένος.