γοργωπός
From LSJ
English (LSJ)
όν,
A fierce-eyed, grim-eyed, σέλας A.Pr.358; κόραι E.HF 868; ἴτυς Id.Ion210 (lyr.); γοργωπὰ λεύσσων Id.Hyps.Fr.16(18); ἀλέκτωρ AP7.428 (Mel.); τὸ γ. Corn.ND20.
German (Pape)
[Seite 503] mit furchtbarem, grimmigem Blick, σέλας γ. Aesch. Prom. 336; κόραι Eur. Herc. fur. 868; βλεφάρων ἕδρα Rhes. 8; ἀλέκτωρ Mel. 123 (VII, 428).
Greek (Liddell-Scott)
γοργωπός: -όν, ὁ ἔχων ἄγριον ἢ βλοσυρὸν τὸ ὄμμα, Αἰσχύλ. Πρ. 356, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 868, Ἴωνι 210·― ὡσαύτως, γοργώψ, ῶπος, ὁ, ἡ, ὁ αὐτ. Ἠλ. 1257, Ὀρ. 261· θηλ. γοργῶπις, ιδος, ἐπὶ τῆς Ἀθηνᾶς, Σοφ. Αἴ. 450, Ἀποσπ. 724.