διάλογος
From LSJ
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
English (LSJ)
ὁ, (διαλέγομαι)
A conversation, dialogue, Pl.Prt.335d, Demetr.Eloc. 223; δ. τῆς ψυχῆς πρὸς αὑτήν Pl.Sph.263e; οἱ Σωκρατικοὶ δ. Arist. Fr.72; τὰ ἐν τοῖς δ. debating arguments, Id.APo.78a12: generally, talk, chat, Cic.Att.5.5.2. II perh. speech or series of speeches, debate (cf. διάλεξις), IG3.1128, al. III = διαλογισμός 1, PHib.1.122 (iii B.C.), PTeb.58.31 (ii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
διάλογος: ὁ, (διαλέγομαι) συνομιλία, διάλογος, Πλάτ. Πρωτ. 335D. Σοφ. 263Ε· οἱ Σωκρατικοὶ δ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 61· τὰ ἐν τοῖς διαλόγοις ,διαλεκτικὰ ἐπιχειρήματα, ὁ αὐτ. Ἀν. Ὑστ. 1. 12, 8.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
entretien, dialogue.
Étymologie: διαλέγω.