στύραξ

From LSJ
Revision as of 19:29, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στύραξ Medium diacritics: στύραξ Low diacritics: στύραξ Capitals: ΣΤΥΡΑΞ
Transliteration A: stýrax Transliteration B: styrax Transliteration C: styraks Beta Code: stu/rac

English (LSJ)

[ῠ] (A), ᾰκος, ὁ,

   A storax, Mnesim.4.62 (anap.), Arist.HA 534b25, Thphr.HP9.7.3, Dsc.1.66, Sor.2.29, Aret.CD1.2, PSI4.297.12 (v A.D.).    II στύραξ, ὁ or ἡ, the tree producing this gum, Styrax officinalis, fem. in Hdt.3.107, masc. in Str.12.7.3, Plu.Lys.28.
στύραξ [ῠ] (B), ᾰκος, ὁ,

   A spike at the lower end of a spear-shaft, X. HG6.2.19, Pl.La.184a; shaft, ἀκοντίων Onos.10.4 (pl.).

German (Pape)

[Seite 959] ακος, ἡ, seltener ὁ, der Strauch od. Baum, der das Gummiharz storax, τὸ στύραξ, giebt, Strab., Diosc., Plut. Lys. 28. ακος, τό, storax, ein wohlriechendes, als Räucherwerk gebrauchtes Gummiharz, das der Strauch ἡ στύραξ giebt, Diosc. ακος, ὁ, wie σαυρωτήρ, das untere Ende des Lanzenschaftes, auch der ganze Schaft; ἕως ἄκρου τοῦ στύρακος ἀντελάβετο, Plat. Lach. 183 e; auch die ganze Lanze, der Speer selbst, Xen. Hell. 6, 2, 10; Plut. Marcell. 26.

Greek (Liddell-Scott)

στύραξ: (Α), ᾰκος, ὁ, storax, ἡδύοσμόν τι ῥητινῶδες κόμμι χρησιμεῦον ὡς θυμίαμα, ὀσμή σεμνὴ μυκτῆρα δονεῖ λιβάνου .. σμύρνης .. στύρακος Μνησίμαχος ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 62, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 27, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 7, 3, Διοσκ. 1. 79. ΙΙ. στύραξ, ἡ, τὸ δένδρον τὸ παράγον τὸ κόμμι τοῦτο, Ἡρόδ. 3. 107· ἀλλ’ ἀρσ. παρὰ Στράβ. 570, Πλουτ. Λύσανδρ. 28.

French (Bailly abrégé)

1ακος (ὁ) :
1 bout d’une lance;
2 p. ext. lance, pique.
Étymologie: DELG apparenté à σταυρός, στῦλος, de la grande famille de ἵστημι.
2ακος (ὁ) :
styrax, arbre qui produit la gomme ou résine dont on fait l’encens.
Étymologie: DELG étym. ignorée, suff. qui se retrouve dans de nombreux noms de plantes : δόναξ, θρῖδαξ, etc.
Par. λίβανος.