ἀθῷος
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
English (LSJ)
ον, (θωά, Ion. θωιή):—
A scot-free, E.Ba.672, etc.; ἐγὼ μὲν ἀ. ἅπασι D.18.125; ἀθῴους καθιστάναι τινάς to secure their immunity, Id.3.11; ἀθῷον ἀφιέναι Test. ap. eund.21.107; ἀ. ἀπαλλάττειν or -εσθαι to get off scot-free, Pl.Sph.254d, Lys.6.4; ἀπέρχεσθαι Archipp. 40; διαφυγεῖν Men.130. 2 c. gen., free from a thing, πληγῶν Ar. Nu.1413; ἀ. ἀδικημάτων unpunished for offences, Lycurg.79, cf. D.S.14.76. 3 unharmed by, ἀθῷος τῆς Φιλίππου . . δυναστείας D.18.270. II not deserving punishment, guiltless, ἀ. ὁ κτείνων Democr.257; ἀ. χερσί LXX Ps.23(24).4; ἀ. ἀπὸ τοῦ αἵματος Ev.Matt. 27.24. III Act., causing no harm, harmless, κίνδυνος D.Prooem. 26. (ἀθῷος distinguished by Gramm. from Ἄθωος, of Mt. Athos, A.Ag.285, cf. Hdn.Gr.1.128.)
Greek (Liddell-Scott)
ἀθῷος: -ον, (θωή) = μὴ τιμωρηθείς, ἀτιμώρητος, Εὐρ. καὶ Ρήτορες· ἀθῴους καθιστάναι τινάς, ἐξασφαλίζειν τὸ ἀτιμώρητον αὐτῶν, Δημ. 31, 17· ἀθῷον ἀφιέναι, παρὰ Δημ. 549. 27· ἀθῴος ἀπαλλάττειν ἢ -εσθαι = ἀπέρχεσθαι ἀθῷος, ἀτιμώρητος, Πλάτ. Σοφ. 254Ε. Λυσ. 103. 28· ἀπέρχεσθαι, Ἄρχιπ. ἐν «Ρίνωνι», 1· διαφυγεῖν, Μένανδ. ἐν «Δυσκόλῳ» 4. 2) μ. γεν. ἀπηλλαγμένος τινός, πληγῶν, Ἀριστοφ. Νεφ. 1413· ἀλλ’ ἀθ. ἀδικημάτων, ἀτιμώρητος δι’ ἀδικήματα, Λυκοῦργ. 157. 38, πρβλ. Διόδ. 14. 76. 3) ἀβλαβὴς ἔκ τινος, ἀθῷος τῆς Φιλίππου δυναστείας, Δημ. 316, 18. ΙΙ. ὁ μὴ ἄξιος τιμωρίας, ὁ μὴ ἔνοχος, ὁ ἄνευ πταίσματος· ἐγὼ μὲν ἀθῷος ἅπασι, Δημ. 269.4. ΙΙΙ. ἐνεργ., μὴ προξενῶν βλάβην, ἀβλαβής, Δημ. (;) 1437. 9. (Ὁ τύπος καὶ ἡ προσῳδία ἀθῷος τηρεῖται ὑπὸ τοῦ Ἐλμσλ. ἐν Μηδ. 1267).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 impuni ; p. ext. qui n’a pas à souffrir de, non atteint par, gén.;
2 qui ne cause aucun dommage.
Étymologie: ἀ, θωή.