νότος

From LSJ
Revision as of 19:35, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ' ἐρίβρομοι λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος → the red fox and the roaring lion cannot change the nature born in them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νότος Medium diacritics: νότος Low diacritics: νότος Capitals: ΝΟΤΟΣ
Transliteration A: nótos Transliteration B: notos Transliteration C: notos Beta Code: no/tos

English (LSJ)

ὁ,

   A south wind (opp. Βορέας, Arist.Mete.363b15, cf. Od.5.331), εὖτ' ὄρεος κορυφῇσι Ν. κατέχευεν ὀμίχλην Il.3.10 ; ὅ τε ν. καὶ ὁ λίψ, ἀνέμων ὑετιώτατοι Hdt.2.25 (but ὁ ν. οὐκ ἀρχόμενος ἀλλὰ λήγων ὑέτιος Arist.Pr. 942a29) ; ἐτέγχθη κρᾶτ' . . πληγῇσι νότου S.Ph.1457 (anap.) ; χειμερίῳ νότῳ Id.Ant.335 (lyr.) ; ὑγρὸς καὶ βαρύς Arist.HA597b11 ; ὑδατωδέστερος Id.Pr.943a5 ; ὅταν μὲν ἐλάττων ᾖ, αἴθριός ἐστιν, ὅταν δὲ μέγας, νεφώδης ib.942a34 ; καυματώδης Id.Mete.364b23 : in pl., Id.HA612b6.    2 N. personified as god of the South wind, Hes.Th.380, 870.    II south or south-west quarter, πρὸς μεσαμβρίης τε καὶ νότου Hdt.2.8 ; πρὸς νότον κεῖται τῆς Λήμνου Id.6.139 ; τῆς δὲ γῆς τὸ πρὸς ν. S.Fr.24.6 ; τὸ πρὸς ν. τῆς πόλεως Th.3.6 ; βλέπειν πρὸς ν. IG22.1227.18 ; ὁ τοῖχος ὁ πρὸς ν. ib.12.372.51 ; πρὸς νότου ἀνέμου ib.56 ; βασίλισσα νότου Ev.Matt.12.42 ; ἀπὸ νότου c. gen., to the south of, PTeb. 164.17 (ii B.C.), etc. ; later ἐκ νότου c. gen., PStrassb.29.8 (iii A.D.), etc. : gen. νότου to the south, PTeb.105.13 (ii B.C.), etc.

German (Pape)

[Seite 265] ὁ (να), der Südwind, nach Arist. Meteorl. 2, 6 (vgl. Od. 5, 331) dem βορέας grade entgegengesetzt; Hom., Pind. P. 4, 203 u. Folgde. Da er den Griechen Nebel, Il. 3, 10, Nässe und Regen brachte, Her. 2, 25 (vgl. Soph. Phil. 1443 ἐτέγχθη κρᾶτ' ἐνδόμυχον πληγαῖσι νότου; χειμέριος Ant. 335), nennt Aesch. Ag. 1364 den Regen Διὸς νότος. Der Wind selbst dat wohl den Namen von der Nässe. – Als Himmelsgegend, der Süden; Her. 6, 139; Thuc. 3, 6; ὁ τόπος οὗτος πρὸς νότον ἐτέτραπτο, Plat. Critia. 118 b; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

νότος: ὁ, ὁ νότιος ἄνεμος, Λατ. Auster, (ἀντίθετ. τῷ Βορέας, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 6, 7, πρβλ. Ὀδ. Ε. 331), ἴσως ἐκτεινόμενος ἀπὸ ΝΝΑνατολ. μέχρι Δυσμῶν, πρβλ. Γλάστωνος Hom. Stud. 3. 272 κἑξ.· - ἔφερε δὲ ὁ ἄνεμος οὗτος ὁμίχλην, Ἰλ. Γ. 10· βροχήν, ν. καὶ ὁ λίψ, ἄνεμοι ὑετώτατοι, Ἡρόδ. 2. 25· ἐτέγχθη κρᾶτ’ ... πληγαῖσι νότου Σοφ. Φιλ. 1457· χειμερίῳ νότῳ ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 335· καλεῖται ὑγρὸς καὶ βαρύς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 10· ὑδατώδης ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 26. 27, 1· (ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1391, ἀντὶ διος (οὕτω) νότῳ γᾶν εἰ ὁ Πόρσ. διώρθωσε διοσδότῳ γάνει)· - ἐν τῷ πληθ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 6, 16. Ὅτι ὑπῆρχεν ἐξ ἀρχῆς ἔννοιά τις ὑγρασίας ἐν τῇ λέξει εἶναι φανερὸν ἐκ τῶν μνημονευθέντων χωρίων καὶ ἐκ τῶν παραγώγων λέξεων νότιος, νοτία, νοτίς, νοτίζω· ἀλλ’ ἐνίοτε καὶ ἐκαθάριζε τὸν οὐρανόν, ἴδε ἀργέστης, λευκόνοτος, πρβλ. Ἀριστ. Προβλ. 26. 19. 2) ὁ Νότος προσωποποιεῖται ὡς θεός τοῦ νοτίου ἀνέμου καὶ ἦν υἱὸς τοῦ Ἀστραίου καὶ τῆς Ἠοῦς, Ἡσ. Θεογ. 380, 870. ΙΙ. τὸ νὸτιον ἢ νοτιοδυτικὸν μέρος τοῦ ὁρίζοντος, πρὸς μεσημβρίης τε καὶ νότου Ἡρόδ. 2. 8· πρὸς νότον κέεται τῆς Λήμνου ὁ αὐτ. 6. 139· τῆς δὲ γῆς τὸ πρὸς νότον Σοφ. Ἀποσπ. 19· τὸ πρὸς ν. τῆς πόλεως Θουκ. 3. 6· βλέπειν πρὸς νότον Συλλ. Ἐπιγρ. 108. 18· ὁ τοῖχος ὁ πρὸς ν. αὐτόθι 160. 56. (Ἴσως συγγενὲς πρὸς τὰς ῥίζας τοῦ νέω, νεύσομαι, νήχομαι, ἢ νάω, ῥέω).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 vent du sud, càd de la pluie;
2 région du sud.
Étymologie: DELG cf. lat. natare, arm. nay « humide, liquide ».