προερέω
Ἔστιν τὸ τολμᾶν, ὦ φίλ', ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → Amice, non sapientis es res temeritas → Leichtsinn, mein Freund, passt nicht zu einem weisen Mann
English (LSJ)
Att. contr. προερῶ, serving as fut. to προεῖπον(q.v.): also pf. προείρηκα, Pass. -ημαι: aor. Pass. προερρήθην, contr. προὐρρήθην:—
A say beforehand, Pl.Plt.292d, etc.:—Pass., ἐκ τῶν προειρημένων Id.Phd.75b; κατὰ τὰ π. Id.R.408c; τοῖς π. συμφωνεῖν ib.398c; τὰ προρρηθέντα ib.619c; ταῦτά μοι προειρήσθω be said by way of preface, Isoc.4.14, cf. 5.29. II order beforehand or publicly, συλλέγεσθαι ἐς Σάρδις Hdt.1.77,81; π. τῷ στρατῷ ὡς . . ἀκουστέα εἴη Id.3.61:— Pass., προὐρρήθη ὅπως . . Pl.Smp.198e; προείρητο αὐτοῖς μὴ ἐπιχειρεῖν Th.2.84, cf. Antipho6.40; ἔχοντες τὸ προειρημένον the prescribed implement, Hdt.1.126; ἀπικέσθαι ἐς τὴν π. ἡμέρην Id.6.128; δεῖπνον . . ἐκ πολλοῦ χρόνου π. ordered beforehand, Id.7.119; πόλεμος προερρήθη was declared, X.Ages.1.17. 2 ὀνυμαστὶ προερεῖ will call him publicly by name, Berl.Sitzb.1927.167 (Cyrene).
German (Pape)
[Seite 721] att. προερῶ, fut. zu προεῖπον, προλέγω u. προαγορεύω, ich werde voraussagen, ankündigen, τινί, mit folgdm ὡς, Her. 3, 61.
Greek (Liddell-Scott)
προερέω: Ἀττικ. συνῃρ. προερῶ, ἐν χρήσει ὡς μέλλ. τοῦ προεῖπον· ὡσαύτως πρκμ. προείρηκα, παθητ. -ημαι· ἀόρ. παθ. προερρήθην, συνῃρ. προὐρρήθην. Λέγω ἐκ τῶν προτέρων, πρότερον, Πλάτ. Πολιτ. 292D, κτλ. ― Παθ., ἐκ τῶν προειρημένων ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 75Β· κατὰ τὰ πρ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 398C, 408C, κτλ.· τὰ προρρηθέντα αὐτόθι 619C· ταῦτά μοι προειρήσθω, ἂς εἶναι εἰρημένα ἐν εἴδει προλόγου, Ἰσοκρ. 43Ε, πρβλ. 88Β. ΙΙ. ἐπιτάσσω προηγουμένως ἢ δημοσίᾳ, τινι, μετ’ ἀπαρ., Ἡρόδ. 1. 77, 81· ὡσαύτως, πρ. τινι ὡς… ὁ αὐτ. 3. 61. ― Παθητ., προὐρρρήθη ὅπως… Πλάτ. Συμπ. 198Ε· προείρητο αὐτοῖς μὴ ἐπιχειρεῖν Θουκ. 2. 84, πρβλ. Ἀντιφῶντα 146. 9· ἔχοντες τὸ προειρημένον, τὸ ἀνωτέρω ῥηθέν, Ἡρόδ. 1. 126· ἀπικέσθαι ἐς τὴν πρ. ἡμέρην ὁ αὐτ. 6. 128· δεῖπνον... ἐκ πολλοῦ χρόνου πρ., διατεταγμένον ἐκ τῶν προτέρων, ὁ αὐτ. 7. 119· ― πόλεμος προερρήθη, Λατιν. indictus est, Ξεν. Ἀγησ. 1, 17.
French (Bailly abrégé)
v. *προέρω.