θεῖον

From LSJ
Revision as of 10:30, 22 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (eksahir)

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεῖον Medium diacritics: θεῖον Low diacritics: θείον Capitals: ΘΕΙΟΝ
Transliteration A: theîon Transliteration B: theion Transliteration C: theion Beta Code: qei=on

English (LSJ)

(A), Ep. θέειον (in Od.22.493 θήϊον), τό,

   A brimstone, used to fumigate and purify, δέπας . . ἐκάθηρε θεείῳ Il.16.228; οἶσε θέειον... κακῶν ἄκος Od.22.481; δεινὴ δὲ θεείου γίγνεται ὀδμή, from a thunderbolt, Il.14.415; ἐν δὲ θεείου πλῆτο, of a ship struck by lightning, Od. 12.417; ἐμβαλόντες πῦρ ξὺν θ. Th.2.77, cf. 4.100; Κύριος ἔβρεξεν ἐπὶ Σόδομα καὶ Γόμορρα θ. καὶ πῦρ LXX Ge.19.24; as a natural product, Hp.Aër.7, Ph.2.21,143, Ti.Locr.99c; θ. ἄπυρον Gal.12.903; opp. πεπυρωμένον, Dsc.5.107; cf. θεάφιον, θέαφος. (Perh. cogn. with θύω, θυμιάω, Lat. suffire.)
θεῖον (B), τό,

   A the Divinity, v. θεῖος (A) 11.

German (Pape)

[Seite 1191] τό, ep. θέειον u. θήϊον, der Schwefel; ἐν δὲ θεείου πλῆτο Od. 14, 307; οἶσε θέειον, γρηΰ, κακῶν ἄκος 22, 481, wo es 493 heißt ἤνεικεν δ' ἄρα πῦρ καὶ θήϊον, zur Reinigung des Zimmers, in dem die Freier erschlagen worden; weil man so dem Schwefel Unheil abwehrende Kraft zuschrieb, soll er von θεῖος, göttlich, seinen Namen bekommen haben. Einzeln bei Folgdn, wie Tim. Locr. 99 c.

Greek (Liddell-Scott)

θεῖον: Ἐπ. θέειον καὶ (ἅπαξ) θήϊον, τό, θειάφι, Λατ. sulfur, ἐν χρήσει πρὸς κάπνισμα καὶ ἐξάγνισιν (πρβλ. θειόω), δέπας... ἐκάθηρε θεείῳ Ἰλ. Π. 228· οἶσε θέειον.., κακῶν ἄκος Ὀδ. Χ. 481· ἤνεικεν δ’ ἄρα πῦρ καὶ θήϊον Χ. 493· δεινὴ δὲ θεείου γίγνεται ὀδμή, ἐκ κεραυνοῦ, Ἰλ. Ξ. 415, πρβλ. Θ. 135· οὕτως ἐπὶ πλοίου πληγέντος ὑπὸ κεραυνοῦ, θεείου πλῆτο, μὲ καπνοὺς ἐκ θείου, Ὀδ. Μ. 417· πρβλ. Ἱππ. Ἀέρ. 284· ― θ. ἄπυρον, ἦτο φυσικὸν θεῖον, κατὰ διάκρισιν ἀπὸ τοῦ παρεσκευασμένου, ὅπερ λέγεται πεπυρωμένον, Τίμ. Λοκρ. 99C, Διοσκ. 5. 124. (Ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὸν τύπον θέειον, ὅ ἐ. θέϝειον, ὡς τὸν πρῶτον, καὶ ἀναφέρει αὐτὸν εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν, εἰς ἣν τὸ θύω, Λατ. fumus, ἴδε ἐν λ. θύω).

French (Bailly abrégé)

1ου (τό) :
1 soufre;
2 fumée de soufre.
Étymologie: R. Θυ, être vaporeux ; cf. θυμός, lat. fumus.
2neutre ou acc. masc. de θεῖος²;
acc. de θεῖος¹.

Spanish

azufre