ἐνενήκοντα
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
English (LSJ)
οἱ, αἱ, τά, indecl.,
A ninety, Il.2.602, etc.; cf. ἐνήκοντα, ἐννήκοντα. (ἐννεν- freq. in codd., but Inscrr. have ἐνεν- IG12.324.109, Hermes 17.5 (Delos), etc.:—also gen. pl. ἐνενηκόντων GDI5653c26 (Chios).)
German (Pape)
[Seite 838] οἱ, αἱ, τά, neunzig, von Hom. Il. 2, 602 an überall.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνενήκοντα: οἱ, αἱ, τά, ἄκλ., «ἐνενῆντα», ἐνενήκοντα γλαφυραὶ νέες Ἰλ. β. 602, κτλ. (ὁ τύπος ἐννεν- εἶναι συνήθως ἐν μεταγεν. χειρογρ., ἀλλ’ ὁ διὰ τοῦ ἑνὸς ν, ὡς τὸ ἔνατος, ἐνάκις, βεβαιοῦται ἐκ τῆς χρήσεως τῶν ποιητῶν καὶ ἐξ ἐπιγραφῶν, ἴδε Συλλ. Ἐπιγρ. 2266. 25., 2852. 34, κτλ.). Ὡς κλιτὸν ἀριθμ. κατὰ γεν. πληθ. ἐνενηκόντων ἀπαντᾷ ἐν Ἐπιγρ. Χίου ἐν Μουσ. κ. βιβλ. Εὐαγγ. Σχολ. Σμύρνης 187β, ἀριθ. ρνγ΄, σ. 37, αὐτόθι καὶ τὰ δυῶν, τεσσαρακόντων, πεντηκόντων, κλ.
French (Bailly abrégé)
(οἱ, αἱ, τά)
numéral indécl.
quatre-vingt-dix.
Étymologie: ἐννέα.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐννήκ- Od.19.174; ἐνήκ- IG 11(2).199B.32 (III a.C.), IG 9(1).226.7 (Drimea II a.C.), PAmst.41.52 (I a.C.); tes. ἐνενείκ- SEG 26.672.27 (Larisa II a.C.); ἐννενήκ- Thphr.Fr.159, D.S.19.62
• Morfología: indecl., pero gen. ἐνενηκόντων Schwyzer 688C.24 (Quíos V a.C.)
noventa νέες Il.2.602, cf. D.S.l.c., πόληες Od.l.c., Κορινθίων ἐ. Th.1.46, κατὰ ἐ. τὸν ἀριθμόν en número de noventa de los miembros de una sección del consejo de la ciu. ideal, Pl.Lg.756c, ἐ. ὄντες del Senado en Élide, Arist.Pol.1306a18, cf. Hippol.Haer.4.43.11, 6.52.7
•ref. a unidades de medida: de tiempo ἡμέραι Hdt.5.53, ἔτη Luc.Macr.23, de longitud παρασάγγας ἐ. X.An.1.5.5, de monedas ἐ. μνῶν D.37.22, de peso σταθμὸν μνᾶς ἐ. IG l.c.
•c. otros numerales para formar cantidades superiores δισχιλίας ἑξακοσίας ἐ. δραχμάς IG 22.956.19 (II a.C.), cf. IG 14.429.5 (Tauromenio II/I a.C.), ἔτη ἐ. ἐννέα noventa y nueve años Thphr.Char.proem.2, cf. l.c., SEG l.c., LXX Ge.17.1, PFouad 51.15 (II d.C.), (πρόβατα) τὰ ἐ. ἐννέα Eu.Luc.15.4, Eu.Matt.18.12, τριακόσιοι ἐ. δύο I.AI 11.70, παρασάγγαι δὲ τέσσερες καὶ ἐ. καὶ ἥμισυ Hdt.5.52, cf. Aeschin.2.147, Plb.1.51.12
•subst. τὰ ἐ. los noventa años de edad ὑπὲρ τὰ ἐ. Philostr.VA 8.29.