ἀποστυγέω
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
aor. 1
A -εστύγησα S.OC692(lyr.),-έστυξα Opp.H.4.370: aor. 2 ἀπέστῠγον Call.Aet.1.1.11, Del.223, Nic.Al.406, Parth. 36.2: pf. with pres. sense, -εστύγηκα Hdt.2.47:—hate violently, abhor, Hdt.l.c., S.OC186,692, E.Ion488 (lyr. in S. and E.); ἀ. ὕδωρ (in comparison with wine) Melanipp.4; ἄμυστιν Call.Aet.l.c.: c. inf., ἀ. γαμβρὸν ἄν οἱ γενέσθαι Ἱπποκλείδεα Hdt.6.129.
German (Pape)
[Seite 328] (s. στυγέω), bitter hassen, verabscheuen, mit folgdm acc. c. inf., Her. 6, 129; ἀπεστύγηκα mit Präsens-Bedeutung 2, 47; ἀπεστύγησάν τινα Soph. O. C. 698; öfter Sp.; ἀποστύξασα μόχθους Ep. ad. 116 (VI, 48); vgl. Opp. H. 4, 370; ἀπέστυγεν Nic. Alc. 406; Plut. verbindet es mit dem gen., ἀποστυγήσας τῆς ἐπιχειρήσεως, vor einer solchen That zurückbebend, sie verabscheuend, Pyrrh. 21; auch Ios.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστῠγέω: μέλλ. -στύξω: ἀόρ. α΄ -εστύγησα Σοφ. Ο. Κ. 692· ὡσαύτως -έστυξα Ὀππ. Ἁλ. 4. 370: ἀόρ. β΄ ἀπέστῠγον, Καλλ. εἰς Δῆλ. 223: πρκμ. μετὰ σημασ. ἐνεστ. -εστύγηκα Ἡρόδ. 2. 47: μισῶ σφοδρῶς, ἀποστρέφομαι, βδελύττομαι εἰς ἄκρον, Ἡρόδ. 2. 47, Σοφ. Ο. Κ. 186, 692, Εὐρ. Ἴων 488· πάντες δ’ ἀπεστύγεον ὕδωρ (ἐν συγκρίσει πρὸς τὸν οἶνον) Μελανιππίδης 4: μετ’ ἀπαρ., ἀπ. γαμβρὸν οἱ γενέσθαι Ἱπποκλείδην Ἡρόδ. 6. 129.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἀπεστύγησα, pf. ἀπεστύγηκα;
s’éloigner avec horreur de, repousser avec horreur, abhorrer, acc..
Étymologie: ἀπό, στυγέω.
Spanish (DGE)
(ἀποστῠγέω)
• Morfología: [aor. ind. ἀπέστυξα Opp.H.4.370, rad. tem. ἀπέστυγον Call.Del.223, Nic.Al.406, Parth.36.1]
odiar fuertemente, aborrecer, detestar c. ac. τοὺς ὗς Hdt.2.47, ὅ τι ... ἄφιλον S.OC 186, νιν S.OC 692, τὸν ἄπαιδα ... βίον E.Io 488, ὕδωρ (en comparación con el vino) Melanipp.4.1, μιν Call.l.c., ἄμυστιν Call.Fr.178.11, ἄγριον ἠχήν anón. hex. en POxy.3537re.25, cf. A.R.1.804, Parth.l.c., Nic.l.c., Opp.l.c., Nonn.D.42.258, AP 6.48, c. inf. ἀποστυγέων γαμβρὸν ἄν οἱ ... γενέσθαι Ἱπποκλείδεα Hdt.6.129.
English (Strong)
from ἀπό and the base of στυγνητός; to detest utterly: abhor.