ἀποστυγέω
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
aor. 1 -εστύγησα S.OC692(lyr.), ἀπέστυξα Opp.H.4.370: aor. 2 ἀπέστῠγον Call.Aet.1.1.11, Del.223, Nic.Al.406, Parth. 36.2: pf. with pres. sense, -εστύγηκα Hdt.2.47:—hate violently, abhor, Hdt.l.c., S.OC186,692, E.Ion488 (lyr. in S. and E.); ἀ. ὕδωρ (in comparison with wine) Melanipp.4; ἄμυστιν Call.Aet.l.c.: c. inf., ἀ. γαμβρὸν ἄν οἱ γενέσθαι Ἱπποκλείδεα Hdt.6.129.
Spanish (DGE)
(ἀποστῠγέω)
• Morfología: [aor. ind. ἀπέστυξα Opp.H.4.370, rad. tem. ἀπέστυγον Call.Del.223, Nic.Al.406, Parth.36.1]
odiar fuertemente, aborrecer, detestar c. ac. τοὺς ὗς Hdt.2.47, ὅ τι ... ἄφιλον S.OC 186, νιν S.OC 692, τὸν ἄπαιδα ... βίον E.Io 488, ὕδωρ (en comparación con el vino) Melanipp.4.1, μιν Call.l.c., ἄμυστιν Call.Fr.178.11, ἄγριον ἠχήν anón. hex. en POxy.3537re.25, cf. A.R.1.804, Parth.l.c., Nic.l.c., Opp.l.c., Nonn.D.42.258, AP 6.48, c. inf. ἀποστυγέων γαμβρὸν ἄν οἱ ... γενέσθαι Ἱπποκλείδεα Hdt.6.129.
German (Pape)
[Seite 328] (s. στυγέω), bitter hassen, verabscheuen, mit folgdm acc. c. inf., Her. 6, 129; ἀπεστύγηκα mit Präsens-Bedeutung 2, 47; ἀπεστύγησάν τινα Soph. O. C. 698; öfter Sp.; ἀποστύξασα μόχθους Ep. ad. 116 (VI, 48); vgl. Opp. H. 4, 370; ἀπέστυγεν Nic. Alc. 406; Plut. verbindet es mit dem gen., ἀποστυγήσας τῆς ἐπιχειρήσεως, vor einer solchen Tat zurückbebend, sie verabscheuend, Pyrrh. 21; auch Ios.
French (Bailly abrégé)
ἀποστυγῶ :
ao. ἀπεστύγησα, pf. ἀπεστύγηκα;
s'éloigner avec horreur de, repousser avec horreur, abhorrer, acc..
Étymologie: ἀπό, στυγέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποστῠγέω: (pf. praes. ἀπεστύγηκα) с ужасом отворачиваться, тж. питать отвращение, ненавидеть (τινα и τι Hes., Soph., Eur., Anth., τινος Plut.): ἀ. γενέσθαι τι Her. приходить в ужас от чего-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστῠγέω: μέλλ. -στύξω: ἀόρ. α΄ -εστύγησα Σοφ. Ο. Κ. 692· ὡσαύτως -έστυξα Ὀππ. Ἁλ. 4. 370: ἀόρ. β΄ ἀπέστῠγον, Καλλ. εἰς Δῆλ. 223: πρκμ. μετὰ σημασ. ἐνεστ. -εστύγηκα Ἡρόδ. 2. 47: μισῶ σφοδρῶς, ἀποστρέφομαι, βδελύττομαι εἰς ἄκρον, Ἡρόδ. 2. 47, Σοφ. Ο. Κ. 186, 692, Εὐρ. Ἴων 488· πάντες δ’ ἀπεστύγεον ὕδωρ (ἐν συγκρίσει πρὸς τὸν οἶνον) Μελανιππίδης 4: μετ’ ἀπαρ., ἀπ. γαμβρὸν οἱ γενέσθαι Ἱπποκλείδην Ἡρόδ. 6. 129.
English (Strong)
from ἀπό and the base of στυγνητός; to detest utterly: abhor.
English (Thayer)
ἀποστύγω; to dislike, abhor, have a horror of: Herodotus 2,47; 6,129; Sophocles, Euripides, others.). The word is fully discussed by Fritzsche at the passage (who takes the απο(as expressive of separation (cf. Latin reformidare), others regard it as intensive; (see ἀπό, V.)).
Greek Monotonic
ἀποστῠγέω: μέλ. -στύξω, αόρ. αʹ -εστύγησα, αόρ. βʹ ἀπέστῠγον, παρακ. -εστύγηκα· μισώ με σφοδρότητα, αποστρέφομαι, βδελύσσομαι, σε Ηρόδ., Σοφ.· με απαρ., αποστρέφομαι, αηδιάζω να..., σε Ηρόδ.
Middle Liddell
to hate violently, abhor, loathe, Hdt., Soph.; c. inf. to be disgusted that.., Hdt.
Chinese
原文音譯:¢postugšw 阿坡-士替給哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:從-痛恨
字義溯源:極其恨惡,憎惡,厭惡;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(στυγητός)=怨恨的)組成;而 (στυγητός)出自(στυγνάζω)X*=恨惡)
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編:
1) 厭惡(1) 羅12:9