διαμερισμός
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
ὁ,
A division, Pl.Lg.771d, POxy.12vi 17, D.S.11.47, LXXEz.48.29 (pl.), J.AJ10.11.7. II dissension, Ev.Luc.12.51.
German (Pape)
[Seite 589] ὁ, 1) Vertheilung, D. Sic. 11, 47 u. Sp. – 2) Trennung, Uneinigkeit, Ggstz εἰρήνη, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
διαμερισμός: ὁ, διαίρεσις, Διόδ. 11. 47, Ἑβδ., Ἰώσηπ. Ι. Α. 10. 11, 7. ΙΙ. διαίρεσις, διαφωνία, ἀσυμφωνία, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιβ΄, 51.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 partage, distribution;
2 division.
Étymologie: διαμερίζω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
I 1división, reparto c. gen. obj. τῶν φόρων D.S.11.47, εἰς αὐτοὺς (τοὺς διαδόχους) τῆς βασιλείας I.AI 10.274, sin gen. Μοίρας καλεῖσθαι ἀπὸ τοῦ κατ' αὐτὰς διαμερισμοῦ Κλωθὼ καὶ Λάχεσιν καὶ Ἄτροπον que las Moiras son así llamadas por su división en Cloto, Láquesis y Atropo, Placit.1.28.3
•partición de bienes, Poll.8.136.
2 división territorial c. gen. partit. ὁ τῆς πόλεως δ. la distribución urbana Pl.Lg.771d, αὕτη ἡ γῆ ... ταῖς φυλαῖς Ισραηλ, καὶ οὗτοι οἱ διαμερισμοὶ αὐτῶν ésta es la tierra para las tribus de Israel y éstas sus partes LXX Ez.48.29
•lugar, puesto en la πρόοδος de los seres, Iambl.Myst.2.1.
II fig. disensión παρεγενόμην δοῦναι ἐν τῇ γῇ ... διαμερισμόν he venido a la tierra a traer la disensión, Eu.Luc.12.51.
English (Strong)
from διαμερίζω; disunion (of opinion and conduct): division.