ἀλλοτριοπραγμοσύνη

From LSJ
Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source

English (LSJ)

ἡ,

   A meddlesomeness, Pl.R.444b, Procl. in Alc.p.14 C.

German (Pape)

[Seite 106] ἡ, neben πολυπραγμοσύνη, = -πραγία, Plat. Rep. IV, 144 b.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
ingérence dans les affaires d’autrui.
Étymologie: ἀλλότριος, πρᾶγμα.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
intromisión ἀλλοτριοπραγμοσύνην ... μέρους τινὸς τῷ ὅλῳ τῆς ψυχῆς Pl.R.444b, ἀπὸ τῆς εἰς τὰ ἔξω βλεπούσης ὁρμῆς καὶ τῆς ἀλλοτριοπραγμοσύνης Procl.in Alc.14.

Greek Monolingual

ἀλλοτριοπραγμοσύνη, η (Α) ἀλλοτριοπράγμων
η αλλοτριοπραγία.