ανομία
From LSJ
Ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → Melior amicus opibus in re turbida → In Schwierigkeiten ist ein Freund mehr wert als Geld
Greek Monolingual
η (AM ἀνομία) άνομος
1. παρανομία, παράνομη πράξη, αδίκημα
2. ευθύνη για την παρανομία, ενοχή, αμαρτία
3. η ανυπαρξία νόμων, αναρχία
νεοελλ.
1. αδικία
2. ατυχία, αναποδιά
3. ως όρος της κοινωνιολογίας σημαίνει την κατάσταση της κοινωνίας στην οποία οι κοινές αξίες και τα κοινά νοήματα δεν είναι πια κατανοητά ή αποδεκτά.