άριστον

From LSJ
Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χωρὶς γυναικὸς ἀνδρὶ κακὸν οὐ γίγνεται → Non ullum sine muliere fit malum viro → Kein Unglück widerfährt dem Mann, der ledig bleibt

Menander, Monostichoi, 541

Greek Monolingual

ἄριστον, το (AM)
το μεσημβρινό φαγητό (σε μτγν. εποχή, όταν το πρόγευμα το αποκαλούσαν «ἀκράτισμα»)
αρχ.
το πρωινό φαγητό, το πρόγευμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τ. αιερι-δ-τον < (τοπικό) άρι (συνηρημένος τ. του αίερι, ήρι «ενωρίς») + μηδενισμένη βαθμίδα (-δ) του θ. εδ-(του ρ. εσθίω «τρώγω») + (επίθημα) -το-. Η λ. στον Όμηρο και στον Αισχύλο δηλώνει «το πρόγευμα», ενώ στην Ιωνική-Αττική σημαίνει «το μεσημεριανό φαγητό», το δε «πρωινό γεύμα» δηλώνεται με τον όρο ακράτισμα.
ΠΑΡ. αρχ. αριστίζω, αριστώ.
ΣΥΝΘ. αρχ. αριστόδειπνον, αριστοποιώ].