αριστοποιώ

From LSJ

ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end

Source

Greek Monolingual

ἀριστοποιῶ (-έω) (Α)
1. ετοιμάζω πρόγευμα
2. (-ούμαι) προγευματίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστον «πρόγευμα» + ποιώ].