ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
ἀριστοποιῶ (-έω) (Α)1. ετοιμάζω πρόγευμα2. (-ούμαι) προγευματίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < άριστον «πρόγευμα» + ποιώ].