αμμοδούρα
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
Greek Monolingual
η και αμμουδέρα
γη αμμουδερή και άγονη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αμμοδούρα προήλθε απο το ουσ. αμμούδα με παραγωγική κατάλ. -ούρα. Το -ο- του τύπου (αντί του κανονικού αμμουδούρα) αποτελεί συνδετικό φωνήεν, διότι η λέξη, λόγω τών πολλών συλλαβών της, θεωρήθηκε σύνθετη. Ο τ. αμμουδέρα προήλθε από το ουσιαστ. αμμουδάρα με επίδραση του επιθ. αμμουδερός].