αφιερώνω

From LSJ
Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120

Greek Monolingual

(AM ἀφιερῶ, -όω) ιερώ
προσφέρω, χαρίζω κάτι στον θεό σε ένδειξη τιμής και ευγνωμοσύνης
νεοελλ.
1. προσφέρω σε κάποιον κάτι (συνήθως έργο δικό μου) σε ένδειξη σεβασμού ή αγάπης
2. αφιερώνομαιαφιερώνω τον εαυτό μου ή την προσοχή μου σε κάποιον ή κάτι)
επιδίδομαι, προσφέρομαι ολόψυχα, με ζήλο
3. (μτχ. παθ. παρακμ.) αφιερωμένος, -η, -ο- α) αυτός που έχει αφιερωθεί κάπου ή σε κάποιον
β) (στη Φιλική Εταιρεία) βαθμός στρατιωτικού αρχηγού ανώτερος από τον βαθμό του «ποιμένος»
γ) ως ουσ. μέλος χριστιανικής οργάνωσης που έχει αφιερώσει τον εαυτό του στον Θεό και στην Εκκλησία, μένει άγαμος και ζει σε κοινόβιο, μέσα στην πόλη, κοσμοκαλόγερος
(αρχ.μσν.)
1. κάνω κάτι ιερό, καθαγιάζω, καθοσιώνω
2. ἀφιεροῡμαι
εξαγνίζομαι.