έδνον

From LSJ
Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (10)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble

Source

Greek Monolingual

ἔδνον, το (συν. στον πληθ. ἕδνα και ἔεδνα) (Α)
1. τα δώρα που προσφέρει ο μνηστήρας στον πατέρα της νύφης
2. τα δώρα που προσφέρουν οι συγγενείς του πατέρα και της μητέρας στη νύφη
3. τα γαμήλια δώρα
4. δώρο.