διακορεύω

From LSJ
Revision as of 06:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακορεύω Medium diacritics: διακορεύω Low diacritics: διακορεύω Capitals: ΔΙΑΚΟΡΕΥΩ
Transliteration A: diakoreúō Transliteration B: diakoreuō Transliteration C: diakoreyo Beta Code: diakoreu/w

English (LSJ)

(

   A κόρη 1) deflower, Ar.Th.480, Ephor.164, Sor.1.8, Luc.DMeretr.11.2, Artem. 2.65.

German (Pape)

[Seite 583] entjungfern, τινά, Ar. Th. 480; Poll. 3, 42 führt aus Ar. διακορῆσαι an; – Luc. D. Mer. 11, 2 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

διακορεύω: τῷ ἑπομ., Ἀριστοφ. Θεσμ. 480, Εὐφορ. Ἀποσπ. 164. Λουκ. Ἑτ. Διαλ. 11. 2.

French (Bailly abrégé)

v. διακορέω.

Spanish (DGE)

desvirgar, desflorarMeón a Criteide, Plu.Vit.Hom.A 2.2, Tereo a Filomela, Sch.Ar.Au.212e.β, τὰ σώματα Epiph.Const.Haer.25.4.2, τὰς παρθένους PMasp.2.3.2 (VI d.C.), cf. Poll.3.42, Hsch., Sud., en v. pas. γυναῖκα διακεκορευμένην πρὸς γάμον λαμβάνειν Artem.2.65, cf. Luc.DMeretr.11.2, ταῖς ... διακεκορευμέναις καὶ μᾶλλον ταῖς προκεκυηκυίαις en las no vírgenes y especialmente en las que ya han parido Sor.6.26
excep. c. ac. de ‘la virginidad’ τὴν σὴν σεμνὴν καὶ ἀσφαλείαν παρθένειαν εὑρὼν διηκόρευσα PLond.1711.18 (VI d.C.).

Greek Monolingual

διακορεύω και διακορέω)
σπάζω τον παρθενικό υμένα κόρης με συνουσία ή με άλλον τρόπο, ξεπαρθενεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + κορεύω < κόρη.