εξαγγελτικός

From LSJ
Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐξαγγελτικός, -ή, -όν)
ο κατάλληλος ή αρμόδιος να αναγγέλλει, να φέρνει αγγελίες, εξαγγελτήριος, ειδοποιητήριος
νεοελλ.
μουσ. «εξαγγελτικό μοτίβο» — το θέμα που χαρακτηρίζει ένα πρόσωπο στο μουσικό δράμα
αρχ.
1. αυτός που φέρνει αγγελία, είδηση, πληροφορία
2. (με γεν.) εκφραστικός («ὀνόματα τῶν θείων διακόσμων ἐξαγγελτικά», Πρόκλ.)
3. συνεκδ. φλύαρος, κουτσομπόλης («ἐξαγγελτικοὶ οἱ κακολόγοι», Αριστοτ.).