ἐπίχυμα

From LSJ
Revision as of 06:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (14)

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίχῠμα Medium diacritics: ἐπίχυμα Low diacritics: επίχυμα Capitals: ΕΠΙΧΥΜΑ
Transliteration A: epíchyma Transliteration B: epichyma Transliteration C: epichyma Beta Code: e)pi/xuma

English (LSJ)

ατος, τό, (ἐπιχέω) an eye-disease,

   A = ὑπόχυμα, Sch.rec.A. Pr.499, Phlp. in de An.350.33.    II extra amount of oil, PRyl.97.5 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1005] τό, Zuguß, Zufluß, Schol. Aesch. Prom. 499.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίχῠμα: τό, (ἐπιχέω) ὑπόχυμα, ἀμαύρωσις τῶν ὀφθαλμῶν, Σχόλ. ἐν Αἰσχύλ. Πρ. 499 πρὸς ἑρμηνείαν τῆς λέξεως ἐπάργεμα.

Greek Monolingual

το (AM ἐπίχυμα)
νεοελλ.
η βάπτιση με ραντισμό της Καθολικής Εκκλησίας (και όχι με κατάδυση στην κολυμπήθρα
αρχ.-μσν.
επίχυση, ασθένεια τών οφθαλμών που προκαλεί κακή, θαμπή όραση.