εὔτυκος

From LSJ
Revision as of 06:34, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (15)

Θεράπευε τὸν δυνάμενον, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς (αἰεί σ' ὠφελεῖν) → Si mens est tibi, coles potentes qui sient → Dem Mächtigen sei zu Willen, bist du bei Verstand (Sei immer dem zu Willen, der dir nützen kann)

Menander, Monostichoi, 244
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔτῠκος Medium diacritics: εὔτυκος Low diacritics: εύτυκος Capitals: ΕΥΤΥΚΟΣ
Transliteration A: eútykos Transliteration B: eutykos Transliteration C: eytykos Beta Code: eu)/tukos

English (LSJ)

ον, rare form for sq.,

   A well-built, εὐτύκους δόμους A.Supp.959 (Porson).    II ready, γλῶσσα ib.994: c. inf., πᾶς τις ἐπειπεῖν ψόγον . . εὔτυκος ib.974 (anap.); ὑμνεῖν B.8.4; ἐς χορόν Pratin.Lyr.2; πῦρ εὔ. ἔστω Theoc. 24.88; ἁ θεὸς εὔ. ἕρπει (fort. ἕρπειν) Call.Lav.Pall.3; [κρέα] v.l. in Hdt.1.119.

German (Pape)

[Seite 1104] = Folgdm, wohl bereitet, fertig, bereit, πᾶς τις ἐπειπεῖν ψόγον ἀλλοθρόοις εὔτυκος Aesch. Suppl. 952, wie πᾶς δ' ἐν μετοίκῳ γλῶσσαν εὔτυκον φέρει κακήν 972; πῦρ μέντοι ὑπὸ σποδῷ εὔτυκον ἔστω Theocr. 24, 86; εἴς τι, Pratin. bei Ath. XIV, 633 a. – Hesych. erkl. das adv. εὐτύκως durch ῥᾳδίως.

Greek (Liddell-Scott)

εὔτῠκος: -ον, σπάνιος τύπος ἀντὶ τοῦ ἑπομ., καλῶς ᾠκοδομημένος, εὐτύκους δόμους (οὕτως ὁ Βothe) Αἰσχύλ. Ἱκ. 959. ΙΙ. ἕτοιμος, γλῶσσα αὐτόθι 994· πᾶς τις ἐπειπεῖν ψόγον… εὔτυκος αὐτόθι 974· θεῖος προφάτας εὔτυκος… ὑμνεῖν Βακχυλ. 8. 4 (ἔκδ. Blass)· πῦρ εὔτυκον ἔστω Θεόκρ. 24. 86· εἴς τι Πρατίν. 2 Bgk.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien préparé, tout prêt ; ποιεῖν τι ESCHL à faire qch.
Étymologie: εὖ, τεύχω.

Greek Monolingual

εὔτυκος, -ον (Α)
(σπάν. τ. αντί εὔτυκτος)
1. οικοδομημένος καλά («εὐτύκτους δόμους», Αισχύλ.)
2. έτοιμοςεὔτυκος γλῶσσα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. ευ + τύκος «τσεκούρι, κόφτης»].