τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
-η, -ο (Α ἄκακος, -ον)
1. ο δίχως κακία, άδολος, καλοκάγαθος
2. απλοϊκός, αφελής, εύπιστος
3. αβλαβής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κακός.
ΠΑΡ. ἀκακία.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀκακοποιός.