ζάλο

From LSJ
Revision as of 06:35, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (16)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219

Greek Monolingual

το (Μ ζάλο και ζάλον)
1. βήμα, βηματισμός χορού, γρήγορη περιστροφή
2. πήδημα
3. φρ. α) «στέκω σ' ένα ζάλο» — μένω σταθερός στην αρχική μου γνώμη
β) «παίρνω τα ζάλα» — προχωρώ
γ) «ζάλο και ζάλο» — βήμα-βήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάλος με ηχηροποίηση του αρκτικού -s- σε -z- (πρβλ. σάκχαρις < ζάχαρη)].