καθιππεύω

From LSJ
Revision as of 06:38, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (18)

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθιππεύω Medium diacritics: καθιππεύω Low diacritics: καθιππεύω Capitals: ΚΑΘΙΠΠΕΥΩ
Transliteration A: kathippeúō Transliteration B: kathippeuō Transliteration C: kathippeyo Beta Code: kaqippeu/w

English (LSJ)

   A ride over, overrun with horse, τὰ πεδία Id.3.26, cf. Hdn.6.2.5; ride upon, οἶδμα Hymn.Is. 154; of fish, κῦμα κ. Opp.H.2.515:—Pass., of frozen rivers, to be ridden over, Arist.Mir.846b32, Hdn.6.7.6.    2 ride down, trample under foot, Ἀργείων στρατόν E.Ph.732.    3 conquer by means of a horse (i. e. the δούρειος ἵππος), Tryph.174.

German (Pape)

[Seite 1286] bereiten, darüber hinreiten, τὰ πεδία D. Hal. 3, 26; von Fischen, κῦμα καθιππεύουσιν Opp. Hal. 2, 515; bes. um zu plündern, Hdn. 6, 2, 14; wie καθιππάζομαι, überwältigen, εἰ καθιππεύσαιμεν Ἀργείων στρατόν Eur. Phoen. 739. – Pass. von Flüssen, ἐν πεδίου σχήματι καθιππεύονται, wenn sie gefroren sind, reitet man auf ihnen, wie auf dem Lande, Hdn. 6, 7, 15.

Greek (Liddell-Scott)

καθιππεύω: καθιππάζομαι, ἐπιτρέχωδιατρέχω διὰ τοῦ ἱππικοῦ, τὰ πεδία Διον. Ἁλ. 3. 26, πρβλ. Ἡρῳδιαν. 6. 2· ἐπὶ ἰχθύος, κῦμα καθ. Ὀππ. Ἁλ. 2. 515: - Παθ. ποταμοὶ καθιππεύονται, ἐπὶ πεπηγότων ποταμῶν οὓς διέρχεταί τις ἔφιππος, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 168, Ἡρῳδιαν. 6. 7 2) ὁρμῶ ἔφιππος κατά τινος, τί δ’, εἰ καθιππεύσαιμεν Ἀργείων στρατῶν; «τί δέ, εἰ ἔφιπποι ὁρμήσαιμεν ἐπὶ τὸν στρατὸν τῶν Ἀργείων;» (Σχόλ.), Εὐρ. Φοίν. 732.

Greek Monolingual

καθιππεύω (Α)
1. διατρέχω έφιππος
2. (για ψάρι) περνώ πάνω από..., καβαλικεύω, πηδώ («κῡμα καθιππεύουσι», Οππ.)
3. καταβάλλω κάποιον με έφιππη προσβολή («τί δ' εἰ καθιππεύσαιμεν Ἀργείων στρατόν;», Ευρ.)
4. παθ. καθιππεύομαι
(για παγωμένους ποταμούς) είναι δυνατόν να μέ διαβεί κανείς έφιππος («ποταμοί καθιππεύονται», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἱππεύω (< ἵππος)].