κεγχριαῖος
From LSJ
English (LSJ)
α, ον,
A of the size of a grain of millet, μεγέθη Dsc.2.83, cf. Luc.Icar.18, Theo Sm. p.125 H.
German (Pape)
[Seite 1410] von der Größe eines Hirsekorns, κεγχριαῖος ἦν τὸ μέγεθος Luc. Icarom. 18.
Greek (Liddell-Scott)
κεγχριαῖος: -α, -ον, ἔχων τὸ μέγεθος τοῦ κέγχρου, Λουκ. Ἰκαρ. 18.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
gros comme un grain de millet.
Étymologie: κέγχρος.
Greek Monolingual
κεγχριαῑος, -ία, -ον (Α)
ίσος στο μέγεθος με το κεχρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + επίθημα -ιαῑος (πρβλ. κολοσσ-ιαίος, πλευρ-ιαίος)].