χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
Full diacritics: λεοντομύρμηξ | Medium diacritics: λεοντομύρμηξ | Low diacritics: λεοντομύρμηξ | Capitals: ΛΕΟΝΤΟΜΥΡΜΗΞ |
Transliteration A: leontomýrmēx | Transliteration B: leontomyrmēx | Transliteration C: leontomyrmiks | Beta Code: leontomu/rmhc |
ηκος, ὁ,
A half-lion, half-ant, Hdn.Gr.1.46.
λεοντομύρμηξ: -ηκος, ὁ, κατὰ τὸ ἥμισυ λέων καὶ κατὰ τὸ ἄλλο ἥμισυ μύρμηξ, Ἀρκάδ. 19.
λεοντομύρμηξ, -ηκος, ὁ (Α)
αυτός που είναι ο μισός λιοντάρι και ο άλλος μισός μυρμήγκι.