μελανόφαιος
From LSJ
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
English (LSJ)
ον,
A dark grey, opp. λευκόφ-, of figs, Ath.3.78a.
German (Pape)
[Seite 120] schwarzgrau, neben λευκόφαιος als Feigenart aufgeführt Ath. III, 78 a.
Greek (Liddell-Scott)
μελᾰνόφαιος: -ον, ὁ ἔχων χρῶμα μεταξὺ μέλανος καὶ φαιοῦ, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ λευκόφαιος, Ἀθήν. 78Α.
Greek Monolingual
μελανόφαιος, -ον (Α)
αυτός που έχει χρώμα μεταξύ μαύρου και γκρίζου, γκριζόμαυρος («σύκων ὀνόματα... λευκόφαια μελανόφαια», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + φαιός (πρβλ. λευκό-φαιος)].