αισχύνω
From LSJ
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
Greek Monolingual
(Α αἰσχύνω)
1. ντροπιάζω, αμαυρώνω, ρεζιλεύω
2. μέσ. ντρέπομαι, ντροπιάζομαι, αισθάνομαι αισχύνη
αρχ.
1. κάνω άσχημο, ασχημίζω, παραμορφώνω
(«αἱματόεν ρέθος αἰσχύνει» Σοφ. Αντιγόνη, 529)
2. ατιμάζω (γυναίκα), μοιχεύω
3. περιφρονώ, απαξιώ
4. μέσ. σέβομαι κάποιον).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. αἰσχὺς < αἶσχος βλ. λ..
ΠΑΡ. αισχύνη, αισχυνομένη
αρχ.
αἰσχυνομένως, αἰσχυντήρ, αἰσχυντός.
ΣΥΝΘ. αναίσχυντος
αρχ.
ἀπαισχύνομαι, ἐπαισχύνομαι, καταισχύνω, ὑπαισχύνομαι
νεοελλ.
επαίσχυντος].