ἀμέλλητος

From LSJ
Revision as of 06:51, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμέλλητος Medium diacritics: ἀμέλλητος Low diacritics: αμέλλητος Capitals: ΑΜΕΛΛΗΤΟΣ
Transliteration A: améllētos Transliteration B: amellētos Transliteration C: amellitos Beta Code: a)me/llhtos

English (LSJ)

ον,

   A without delay or hesitation, Luc.Nigr.27. Adv. -τως Plb.16.34.12, al.:—also ἀμελλ-ητί Ph.1.172, J.AJ19.6.3, Them. Or.16.208c, Iamb.VP3.14.

German (Pape)

[Seite 121] nicht aufgeschoben, unverzüglich, ὁρμή Luc. Nigr. 27. – Adv., Pol. 4, 71, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμέλλητος: -ον, ὁ ἄνευ μελλήσεως, ὁ ἄνευ ἀναβολῆς, ἀνυπέρθετος, Λουκ. Νιγρ. 27. ― Ἐπίρρ. -τως Πολύβ. 4. 71, 10, ὡσαύτως ἀμελλητὶ Θεμίστ. 208C: ἴδε λέξ. ἀμέλητος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne doit pas être différé.
Étymologie: ἀ, μέλλω.

Spanish (DGE)

-ον
1 inaplazable ἡ πρὸς τὸ καλὸν ὁρμή Luc.Nigr.27.
2 adv. -ως sin retraso, sin tardanza, sin demora ἐπέβαινεν Plb.4.71.10, ὥρμων Plb.16.34.12, c. inf. καταβαίνειν Agathin. en Orib.10.7.22.

Greek Monolingual

ἀμέλλητος, -ον (Α) μέλλω
ο γινόμενος δίχως αναβολή ή αυτός που δεν επιδέχεται αναβολή.