αναμοχλεύω
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
Greek Monolingual
(Α ἀναμοχλεύω)
ανασηκώνω, μετακινώ αντικείμενο με μοχλό
νεοελλ.
εξάπτω, ανακινώ θέμα λησμονημένο, φέρνω κάτι πάλι στην επιφάνεια, υποδαυλίζω
αρχ.
1. παραβιάζω, ανοίγω βίαια
2. αποκαλύπτω κάτι κρυφό, φέρνω σε φως, φανερώνω βίαια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + μοχλεύω < μοχλός.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. αναμόχλευση (-ις)].