ἀναπαυτήριος
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
German (Pape)
[Seite 201] dasselbe, Xen. Mem. 4, 3, 3 νὺξ ἀναπαυτήριον κάλλιστον.
Greek Monolingual
-ια, -ιο (Α ἀναπαυτήριος και ἀναπαυστήριος και ιων. ἀμπαυστήριος, -ον) ἀναπαύω
1. ο κατάλληλος για ανάπαυση
2. το ουδ. ως ουσ. το αναπαυτήριο(ν) α) τόπος για ανάπαυση, ησυχαστήριο
β) σάλπισμα που παραγγέλλει σιγή και ύπνο, σιωπητήριο (στα αρχ. «παράγγελμα με σάλπισμα για διακοπή, στάση»)
νεοελλ.
«αναπαυτήριο κλίμακος», σκαλοπάτι πλατύτερο από τα υπόλοιπα για σύντομη ανάπαυση αυτών που ανεβαίνουν, πλατύσκαλο.