ανανέωση
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
Greek Monolingual
η (Α ἀνανέωσις) ἀνανεοῡμαι
1. το να ξαναδίνει κανείς ισχύ σε κάτι, η εκ νέου υπόσταση
2. αναζωογόνηση, ξανάνιωμα
νεοελλ.
1. το να κάνει κανείς κάτι και πάλι καινούργιο, να το παρουσιάζει με βελτιωμένη μορφή, επιδιόρθωση, φρεσκάρισμα
2. αντικατάσταση πράγματος που πάλιωσε με καινούργιο, ανακαίνιση
3. αναδιοργάνωση, αναδιάρθρωση
4. (για συμβάσεις, γραμμάτια κ.λπ.) παράταση της διάρκειας ή προθεσμίας
αρχ.
ανάκληση στη μνήμη, ξαναζωντάνεμα.