αντιπαρέρχομαι

From LSJ
Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source

Greek Monolingual

(AM ἀντιπαρέρχομαι)
νεοελλ.
1. αποφεύγω να κάνω μνείααντιπαρέρχομαι τις ύβρεις»)
2. προσπερνώ κάτι, αδιαφορώ για κάτι
3. φρ. «αντιπαρέρχομαι τον κίνδυνο» — ξεφεύγω, γλυτώνω από τον κίνδυνο
αρχ.
1. περνώ δίπλα σε κάποιον χωρίς να τον πλησιάσω, τον προσπερνώ αφήνοντας τον αβοήθητο
2. έρχομαι να βοηθήσω («τὸ ἔλεός σου ἀντιπαρῆλθε καὶ ἰάσατο αὐτούς», ΠΔ).