αντιπαρέρχομαι
From LSJ
μηδέν' ὀλβίζειν, πρὶν ἂν τέρμα τοῦ βίου περάσῃ μηδὲν ἀλγεινὸν παθών → Count no man blessed 'til he's passed the endpoint of his life without grievous suffering. (Sophocles, King Oedipus 1529f.)
Greek Monolingual
(AM ἀντιπαρέρχομαι)
νεοελλ.
1. αποφεύγω να κάνω μνεία («αντιπαρέρχομαι τις ύβρεις»)
2. προσπερνώ κάτι, αδιαφορώ για κάτι
3. φρ. «αντιπαρέρχομαι τον κίνδυνο» — ξεφεύγω, γλυτώνω από τον κίνδυνο
αρχ.
1. περνώ δίπλα σε κάποιον χωρίς να τον πλησιάσω, τον προσπερνώ αφήνοντας τον αβοήθητο
2. έρχομαι να βοηθήσω («τὸ ἔλεός σου ἀντιπαρῆλθε καὶ ἰάσατο αὐτούς», ΠΔ).