αποκόπτω

From LSJ
Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354

Greek Monolingual

κ. -κόβω κ. -κόφτω (ΑΜ ἀποκόπτω)
1. κόβω εντελώς, πέρα-πέρα
2. απομακρύνω
3. (για σκέψη) αλλάζω, μεταβάλλω
4. (για φθόγγους) παθαίνω αποκοπή
μσν.- νεοελλ.
1. εμποδίζω
2. (για ομιλητή, αφηγητή) σταματώ, διακόπτω
3. σταματώ να θηλάζω το βρέφος
4. (για το γάλα του θηλασμού) σταματώ
5. αποτιμώ
μσν.
1. κατασφάζω
2. σταματώ κάτι
αρχ.
Ι. ελαττώνω
II. (-ομαι)
1. θρηνώ χτυπώντας το στήθος με τα χέρια
2. (για περιόδους του λόγου) τερματίζομαι απότομα
3. φρ. «ἀποκόπτομαι τὰ γεννητικά» — ευνουχίζομαι
5. (η μτχ. πρκμ.) ὁ ἀποκεκομμένος
ο ευνούχος.