ἀρχικυβερνήτης
πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → The good father does not hold anger towards his son (Chaeremon, fragment 35)
English (LSJ)
ου, ὁ,
A chiefpilot, Str.15.1.28, Plu.Alex.66, PGrenf. 2.80.8 (v A. D.).
German (Pape)
[Seite 366] Obersteuermann, Strab.; Plut. Alex. 66 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχικῠβερνήτης: -ου, ὁ, ὁ ἀνώτατος κυβερνήτης, ἀρχικυβερνήτης ὢν τοῦ παντὸς στόλου Διόδ. 20. 50, Στράβ. 698, Πλουτ. Ἀλέξ. 66.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
pilote-chef, chef général de la timonerie ou ingénieur du bord.
Étymologie: ἄρχω, κυβερνήτης.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ piloto oficial de la nave de Alejandro Magno, ref. al navegante Onesícrito, Plu.Alex.66, tal vez irón., por sus fabulosas historias, Str.15.1.28, de Timóstenes Rodio, piloto oficial de Ptolomeo II, Marcian.Proëm.2
•de otros jefe de pilotos ἀ. τοῦ σύμπαντος στόλου D.S.20.50, cf. PGrenf.2.80.8 (V d.C.).
Greek Monolingual
ἀρχικυβερνήτης, ο (Α)
ο πρώτος ανάμεσα στους κυβερνήτες, ο αρχηγός του στόλου ή μοίρας.